Στις 13 Ιουλίου 1965 πέθανε στον «Ευαγγελισμό» (από τις επιπλοκές που του είχε προκαλέσει ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα) ο Μικρασιάτης λογοτέχνης, ζωγράφος και αγιογράφος Φώτης Κόντογλου.

Γεννήθηκε στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Ιωνίας (1895) σε στιγμές ιδιαιτέρως κρίσιμες για τον Ελληνισμό υπό το σκότος της τουρκοκρατίας, και πέθανε στην Αθήνα (1965) έχοντας αφήσει ανεξίτηλη την σφραγίδα του στον αγώνα της «Γενιάς του ‘30» για το αίτημα της επανελληνίσεως. Σε ηλικία μόλις ενός έτους θα μείνει ορφανός από πατέρα, και την ανατροφή του, όπως και των τριών αδελφών του, θα αναλάβουν η μητέρα του και ο αδελφός της ιερομόναχος Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος του οικογενειακού μοναστηρίου της Αγίας Παρασκευής. Αξίζει να σημειωθεί ότι το επίθετο του πατρός του ήταν Αποστολέλης, το οποίο όμως θα αλλάξει υιοθετώντας αυτό της μητρός του, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό την ευγνωμοσύνη του προς τον θείο του ιερομόναχο Στέφανο.

Μεγάλωσε σε περιβάλλον αυθεντικής ελληνορθοδόξου συνειδήσεως, αληθινής ευσέβειας και γνήσιας εκκλησιαστικής πνευματικότητος. Τα βιώματα, οι εικόνες, και οι ήχοι, των παιδικών του χρόνων, θα επηρεάσουν βαθύτατα στην διαμόρφωση του τόσο ως αγιογράφου και συγγραφέα, όσο –κυρίως- και ως προσώπου.
Τα μαθητικά του χρόνια τα πέρασε στις Κυδωνίες όπου τέλειωσε το «Σχολαρχείον» και το «Γυμνάσιον» της ελληνικοτάτης πόλεως. Ήδη από τους χρόνους εκείνους ο Κόντογλου εκδηλώνει το ζωγραφικό του χάρισμα. Το 1913 εγγράφεται στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, ενώ τον επόμενο χρόνο θα συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου θα παραμείνει για έξι χρόνια, μελετώντας τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του, χωρίς όμως να αλλοιωθεί ο ελληνορθόδοξος προσανατολισμός του.


Στα τραγικά γεγονότα της καταστροφής των Κυδωνιών (1917), οι Τούρκοι θα κατακρεουργήσουν τον θείο και την μητέρα του. Το γεγονός αυτό θα τον συγκλονίσει, και το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί, διδάσκοντας γαλλικά και καλλιτεχνικά στο Παρθεναγωγείο της απελευθερωμένης, πλέον, πόλης. Το 1921 θα επιστρατευθεί στην Μικρασιατική Εκστρατεία, και το επόμενο έτος η τραγωδία τον οδηγεί στην Λέσβο και απ’ εκεί στην Αθήνα, όπου διοργανώνει τις πρώτες εκθέσεις των έργων του. Ο Κόντογλου δεν θα ξεχάσει ποτέ την ιδιαίτερη πατρίδα του. Στο συγγραφικό του έργο (π.χ. Το Αϊβαλί η πατρίδα μου) είναι εμφανής ο πόνος και η νοσταλγία κάθε φορά που αναφέρεται στον τόπο του. Ο Κόντογλου έφερε μαζί του από την ελληνική Ανατολή το πνεύμα της Ρωμιοσύνης, που στο ελλαδικό κρατίδιο είχε πεθάνει.

Σταθμό ζωής θα αποτελέσει το πρώτο του προσκύνημα στο Άγιον Όρος (1923). Η κατάνυξη και πνευματικότητα του αγιορείτικου μοναχισμού, η γνωριμία του με πνευματικούς γέροντες όπως ο Φιλόθεος Ζερβάκος, αλλά και η μελέτη της Φιλοκαλίας, του Συναξαριστή και των Νηπτικών Πατέρων, θα καθορίσουν την συγγραφική και καλλιτεχνική του πορεία.
Ο Κόντογλου εμφανίζεται στα γράμματα με το έργο «Πέδρο Καζάς» (1919). Θα ακολουθήσει μια πλούσια λογοτεχνική παραγωγή με βασικό περιεχόμενο την ορθόδοξη πνευματικότητα, την ιστορία και την παράδοση της Ρωμιοσύνης και της καθ’ ημάς Ανατολής. Το 1961 θα τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών για το έργο του «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας», καθώς και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας για το σύνολο του έργου του. Η γραφή του είναι δημώδης με πολλά ιδιώματα του τόπου του, και απλοϊκή θυμίζοντας περισσότερο έναν λαϊκό παραμυθά της Ανατολής. Έντονο, αν όχι κυρίαρχο, είναι το νοσταλγικό στοιχείο το οποίο διατρέχει σχεδόν το σύνολο του συγγραφικού του έργου, το οποίο εγκολπώνει λογοτεχνήματα, θαλασσινές ιστορίες, βιογραφίες ιστορικών προσώπων και βίους αγίων, δοκίμια για την βυζαντινή τέχνη και παράδοση, καθώς και ποικίλα θρησκευτικά κείμενα ομολογιακού χαρακτήρα. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν ο βαθύς στοχασμός, και η ιδιότυπη χαρμολύπη, που χαρακτηρίζουν το σύνολο του συγγραφικού του έργου.

Παραλλήλως με την λογοτεχνία, διακρίθηκε ως αγιογράφος και ζωγράφος της ελληνορθοδόξου παραδόσεως. Με πηγαίο χάρισμα και εντυπωσιακές γνώσεις, έχοντας ως σημείο αναφοράς την τεχνοτροπία της Παλαιολόγειας εποχής και της Κρητικής Σχολής, επανέφερε με το έργο του την εκκλησιαστική εικονογραφία στην αυθεντική μεταβυζαντινή παράδοση. Ιστόρησε πολλούς ναούς των Αθηνών και της επαρχίας, το Δημαρχείο Αθηνών, και φιλοτέχνησε αναρίθμητες φορητές εικόνες, προσωπογραφίες, συνθέσεις, τοπία, ιστορικά πρόσωπα, και εικονογραφίες. Επιπλέον ελάχιστοι γνωρίζουν ότι σχεδίασε το λογότυπο της ιστορικής εφημερίδος «Ορθόδοξος Τύπος». Μαθητές του, μεταξύ άλλων, υπήρξαν ο Εγγονόπουλος και ο Τσαρούχης.

Ο Κόντογλου υπήρξε ένας αυθεντικός μύστης και ομολογητής της ελληνορθοδόξου παραδόσεως, με ανεκτίμητη προσφορά στην αφύπνιση της ελληνικής αυτοσυνειδησίας, και σφοδρός πολέμιος της εκκοσμίκευσης, της αλλοτρίωσης, του πολιτικαντισμού και της ξενομανίας. Διδακτικός και επίκαιρος σήμερα όσο ποτέ.

Λ. Αλεξάνδρου
από το βιβλίο «Το Συναξάρι του Γένους» των εκδόσεων ΛΟΓΧΗ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *