Τέλη Δεκεμβρίου… Ένας άγουρος μοναχός καθόταν σκυμμένος κι είχε το κεφάλι του ασκεπές. Έπλεκε με γρήγορες κινήσεις –λες μηχανικά- κομποσχοίνι και το βλέμμα του έμοιαζε παραδομένο στα βαθύχρωμα νερά. Όπως είχε μαζευτεί κουλουριασμένος στην εμβρυακή του στάση, σα να τον τραβούσε μια παράφορη ενόρμηση για παλιννόστηση στην πρώτη, στην απώτατη , στην καταγωγική του πατρική αγκαλιά. Τα χείλη του, κινούμενα ανεπαίσθητα μαρτυρούσαν: φώλιαζε μέσα του η ευχή.
Παραπλέαμε, κινώντας απ’ την Ουρανούπολη, την χερσόνησο του Άθωνα, για το λιμάνι της Δάφνης. Περνούσαν κι έφευγαν από μπροστά μας τα μοναστήρια, οι καλύβες, οι μικροί αρσανάδες σε απάγκιους ορμίσκους κι ορθωνόταν πάλλευκη η μεσαιωνική πολιτεία κάτω από μαύρα χειμωνιάτικα σύννεφα.
Από τη Δάφνη, μια μικρή στάση στις Καρυές κι έπειτα πιο βόρεια ακόμα, για τη Μεγίστη Μονή του Βατοπαιδίου, να γιορτάσουμε με τους πατέρες τη γέννηση του Χριστού. Λαχτάριζα να ξεκρίνω κάτω απ’ τα χιονοσκέπαστα δάση των καστανιών που πλαισίωναν το χωματόδρομο της πορείας μας, έτσι καθώς ήταν απλωμένα σε λόφους και πλαγιές- ενώ βάραινε πάνω απ’ τα κεφάλια μας γκριζωπός κι ετοιμόγεννος ο ουρανός -λαχτάριζα να ξεκρίνω το καφεπράσινο χρώμα τους, που ‘σβηνε μεριές- μεριές σε ξανθές αποχρώσεις.

Η νύχτα των Χριστουγέννων
Φτάσαμε στο Βατοπαίδι, στο αρχονταρίκι, προφυλαγμένοι απ’ το κρύο. Έπαιρνε να σουρουπώνει.. Οι μοναχοί τελείωναν τον εσπερινό. Είχαν από νωρίς σταματήσει τα διακονήματά τους .
Ζύγωσε η ώρα για την αγρυπνία των Χριστουγέννων. Και καθώς βγήκαμε στην κρύα νύχτα, με τους καλογήρους να περπατούν σαν γοργοπόδαροι μαυροκόρακες, είδα το θαύμα. Πώς η μουντάδα του ουρανού μεταλλάχτηκε σε μια τέτοια διάφανη, πλέρια ξαστεριά! Με το κεφάλι αναγερτό ρουφούσα τα αυτόφωτα ασημένια στίγματα σα «μια λιγόχρονη λαμπηδόνα μέσα στο σκοτάδι κι υμνούσε τον Κύριο». (1)
Ντυμένο στα γιορτινά του το καθολικό, όλο φως και χρυσάφι, μύριζε κερί και λιβάνι, από τριαντάφυλλο και γιασεμί. Στους τοίχους σειρά στέκονταν οι πατέρες, αδιόρατοι σχεδόν, με καλυμμένες κεφαλές· μόνο ζευγάρια μάτια φαίνονταν που κοιτούσαν χαμηλά και χέρια που ολοένα μετρούσαν κάτω απ’ τις μανίκες του εξώρασου τα μάλλινα κομποσχοίνια. Ένα σώμα δεόμενο με τα χέρια ανατεταμένα ήταν η αδελφότητα μαζί με το χορό που υμνωδούσε και τον κανόναρχο που ζωηρά μεταφερόταν απ’ το δεξί στο αριστερό ψαλτήρι. Παράστεκαν στο τέμπλο τα καντήλια, που ο διακονητής παραγέμισε τακτικά με φρέσκο λάδι εκλεκτό.

Η Θεία Ευχαριστία
Εύθυμοι και γοργοί κελαρύζουν οι ύμνοι. Οι τόνοι εναλλάσσονται, το ισοκράτημα συνοδεύει ρυθμιστικά. Χορεύουν οι ωδές και τα μεγαλυνάρια κι οι ζωγραφιές της μακεδονικής σχολής όλο λεπταίνουν πάνω στους τοίχους και σαν να ίπτανται εξαϋλωμένες, προς τον Παντοκράτορα. Πανηγυρίζει η Εκκλησία του Χριστού γύρω απ’ το ιδιόμελο και κάθε μόριο του πεπερασμένου σύμπαντος αναριγά: «Σήμερον Θεός επί γης παραγέγονε, και άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε».(2)
Η Θεια Ευχαριστία είχε αρχίσει. Χαμήλωσε ο ρυθμός. Αργά σέρνονταν οι φθόγγοι, ολοκληρώνονταν μακρόσυρτα οι λέξεις, σαν τις στάλες της δροσιάς, που ξεκολλούν απ’ την πλατύφυλλη καρυδιά το απόβροχο και πέφτουν με μικρές δονήσεις, με κυματιστούς αναπαλμούς, στις καθαρές καρδιές των ανθρώπων. Ο ύμνος των αγγέλων, το χερουβικό: «πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν».(3) Έπειτα από λίγο κοινωνούμε με τους αδελφούς μας την πίστη μας στην έσχατη απαντοχή , στον Βασιλέα των όλων, το σφάγιο της αναίμακτης θυσίας.

Στην κορφή του Άθωνα το αρχαίο τραγούδι
Στ’ ανατολικά, βρυχάται ομιχλώδης ο Άθως. Αλλού κατάφυτος , με πανώρια βλάστηση και δάση άγρια κι άλλου ξερός, γεμάτος σκαιούς βράχους άφθαστους, σκοτεινές λόχμες και κρημνώδη φαράγγια. Η παράδοση τοποθέτησε σ’ αυτή τη βιβλική ερημιά του χαλαζιού και της φωτιάς, φοβερούς νηπτικούς ερημίτες, που μάτι ανθρώπου δεν τους έχει καλοδεί. Να ‘ναι άραγε σαν τον άγιο Ονούφριο με τη γενειάδα ν’ ακρακουμπά το κράσπεδο και σειρές να διαγράφονται επάλληλα τα οστά των πλευρών στα λιπόσαρκα κορμιά τους; Ή, σαν τα αηδόνια, να τραγουδούν ως το ματωμένο μούχρωμα, ξόμπλια μικρά στο κέντημα της φύσης…
Πετάει ο νους μου πάνω απ’ τον Άθωνα, απ’ το βουνό των ένθεων φαντασμάτων και πάει πίσω, στη σκιά του, όπου αναπαύεται η Θάσος. Πνέει εκεί, παρατημένος, ένας θρύλος απ’ τον καιρό που οι άνθρωποι σήκωναν το μαγνάδι των φαινομένων και κρυφοκοίταζαν την αλήθεια του Μύθου.
Σ’ απροσδιόριστη εποχή, μια γυναίκα με το παιδί στην αγκαλιά, καθώς είδε τους απίστους να την προφτάνουν, παρακάλεσε το Θεό κι εκείνος τη μαρμάρωσε. Βρίσκεται ακόμα εκεί, με τα μάτια ολάνοιχτα απ’ το φόβο.(4) Η μορφή της μένει στη θύμηση των αιώνων κι όλο φυραίνει και πάει να σβήσει, μια νύξη στο τραγούδι της Ιστορίας· γυρνά στοιχειωμένη μέσα στο χώρο και το χρόνο· διαδέχεται κάθε αυγή μια καινούργια αμφιλύκη, οι εποχές τρέχουν ανάστροφα, ντύνεται ο μύθος, η εικόνα της μαρμαρωμένης περνώντας μέσα από αρχαίες πολιτείες φτάνει ώσμε την πρώτη συνείδηση του ανθρώπου, στο αξεδιάλυτο μεταίχμιο της ιστορίας και του παραμυθιού…
Γυρίζει κι άλλο ο χρόνος πίσω κι εκείνη παραλλάζει σε μια καλάμινη πελιδνή παρουσία, στα βουνά της Αρκαδίας, σε μια όχθη του ποταμού Λάδωνα. Πάνω από την καλαμιά, ο Πάνας, μύρεται τον χαμένο έρωτά του για την φεγγαρόλουστη νύμφη Σύριγγα, που ο θεός του ποταμού την μεταμόρφωσε για να γλυτώσει απ’ τον «αιγιπόδην δικέρωτα φιλόκροτον»(5), τον τρομερό Πάνα. Ο θεός χουφτιάζει την καλαμιά, για να μετακενώσει την αγάπη του, στο περίτεχνο σουραύλι, που κατασκευάζει απ’ το κορμί της. Τρέχει στα ρυάκια και τις ποταμιές, η αγκούσα του αντιλαλεί στις χαράδρες κι ανθίζουν στη θέα του τα ρουμάνια, απ’ τη ζωική του δύναμη· και τούτος χορεύει έξαλλος, φυσώντας τη σύριγγα και τραγουδάει την ικμάδα του έρωτά του και την ομορφιά της αρμονίας, που βαστάει τα σύμπαντα.

Η επιστροφή στα Ιερά των Καβείρων
Αφήνει με μιας τ’ απάτητα βουνά και δρασκελά τα νησιά του αιγαίου σαν τον φρύνο που χοροπήδα στα νούφαρα. Μια λιγόζωη ιεροφορεμένη πεταλούδα, ένας άνηβος τριανταφυλλένιος είναι, και τα μαλλιά του περιπαίζουν τους ανέμους και τον αντίζηλο του τον Βορέα, που του ‘κλεψε την όμορφη νύμφη Πίτυν, η οποία κατοικεί έκτοτε στο θρόισμα των πεύκων… Αναλώνοντας ιλιγγιώδη ανύσματα σε μια μόνο στιγμή, ίπταται και φτάνει, πριν καν η πρώτη αμυγδαλιά λευκάνει τα κλαριά της, στα ανατολικά του Άθωνα, στη Σαμοθράκη.
Ώσπου ο τόπος να βουτήξει στην πλησμονή του ερέβους,η Εκάτη ν’ αναδυθεί απ’ τον χθόνιο ύπνο της, να καρφωθεί γυαλιστερή στο στερέωμα. Πλαντάνε τότε τα βουνά κι οι παράλιοι βράχοι κροτούν, στενάζοντας απ’ την αλμύρα. Κατέρχονται όλο βουή οι άρχοντες του Καβείρου και μόλις φτάσει η ιερή φωτιά απ’ τη Δήλο, σπιθίζει απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί και φλέγονται οι ψυχές των μαινάδων και των σατύρων. Ο Πάνας κραδαίνει φυλακτό, το χρυσό κηρύκειο, στολισμένο με τ’ άνθια των λωτών, λευκά και κίτρινα και ροδαλά, ώσπου να πληρωθούν από τις ιαχές του οι ουρανοί και διαλαλεί την ύπαρξη του, στην ηλιακή πορφύρα των ανατολών, στις πανστρατιές των άστρων…
Το τελευταίο βράδυ της διαμονής στο Όρος, ξαπλωμένος στον κοιτώνα του μοναστηριού, σκαρώνω με το νου μου , τον έναστρο ουρανό των Χριστουγέννων και νάτος πάλι λαμπυρίζει ολοζώντανος πάνωθε μου…

 Άγγελος Δημητρίου
δημοσιεύθηκε στο 2ο τεύχος της ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ

Σημειώσεις
1. Νίκος Καζαντζάκης
2. Ιδιόμελον Λιτής Χριστουγέννων
3. Χερουβικός ύμνος
4. Νικόλαος Πολίτης, Παραδόσεις
5. Ομηρικός Ύμνος, Εις Πάνα
6. Γένεσις

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *