του Ευθ. Π. Πέτρου

Πώς φθάσαμε μέχρι εδώ; Αυτό είναι το ερώτημα που βαραίνει χρόνια τώρα τον εθνικιστικό χώρο. Και αναζητούμε τις αιτίες αυτών των εξελίξεων στην μεταπολιτευτική κατάσταση που επεβλήθη στην Ελλάδα. Κι όμως, η κατάσταση πριν το 1967 ήταν χειρότερη. Να σημειώσουμε μόνον ότι τότε δεν υπήρχε ούτε μια εθνικιστική πολιτική οντότητα, ενώ μετά το 1974, άρχισαν να δημιουργούνται οργανώσεις και ομάδες εθνικιστικού ιδεολογικού προβληματισμού. Πρέπει λοιπόν να ανατρέξουμε στα δεδομένα της αμέσως μεταπολεμικής περιόδου για να αναζητήσουμε τα αίτια των εξελίξεων στον χώρο μας. Να δούμε δηλαδή, πώς τα πολυάριθμα εθνικιστικά κινήματα της περιόδου του μεσοπολέμου χάθηκαν όλα και, όταν επιτέλους η Ελλάς αναδύθηκε από τους καπνούς και τα ερείπια ενός παγκοσμίου πολέμου και ενός συμμοριτοπολέμου, ο χώρος μας έχασε την αυτονομία του και έγινε εξάρτημα της κοινοβουλευτικής δεξιάς. Μάλιστα έγινε το μαντρόσκυλο της δεξιάς και χαρακτηρίσθηκε ως ακροδεξιά.

Μεταπολεμικά
Κατ’ αρχήν βάρυναν και στην Ελλάδα οι επιπτώσεις του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι ιδεοληψίες των Ηνωμένων Πολιτειών που τότε ανοίγονταν προς τον κόσμο ως υπερδύναμη. Ο στόχος τους ήταν διττός. Αφ’ ενός να καταστήσουν την Ευρώπη απόλυτο υποχείριό τους και αφ’ ετέρου να επιβάλλουν το αδύναμο πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε όλους. Ίσως μάλιστα να είχαν απόλυτη επίγνωση ότι ο δεύτερος στόχος εξυπηρετούσε απόλυτα τον πρώτο. Αν μάλιστα δεν είχε εκλείψει βιολογικά ο πρόεδρος Ρούσβελτ τα πράγματα μπορεί να ήσαν πολύ χειρότερα. Ο Ρούσβελτ θεωρούσε ειλικρινή και πιστό σύμμαχο το σοβιετικό καθεστώς του Στάλιν, τον οποίο μάλιστα οι Αμερικανοί στρατιώτες της εποχές αποκαλούσαν «θείο Τζο», σαν μια φιγούρα ανάλογη με τον δικό τους «θείο Σαμ». Καταλαβαίνει κανείς τις επιπτώσεις για την Ευρώπη και τον κόσμο, αν ο Ρούσβελτ συνέχιζε για λίγο ακόμη να ελέγχει τις τύχες του δυτικού στρατοπέδου. Άλλωστε αυτός ήταν που απέτρεψε συμμαχικές κινήσεις από την Ιταλία και τα Βαλκάνια, που θα περιόριζαν τη σοβιετική κυριαρχία.
Ο πόλεμος όμως τελείωσε και ενώ η Ευρώπη προσπαθούσε να ξαναβρεί τον βηματισμό της, στην Ελλάδα οι μάχες συνεχίζονταν. Περιθώρια δεν υπήρχαν. Ο εχθρός που σ όλη τη διάρκεια της κατοχής διέλυε τις εθνικές ομάδες αντιστάσεως τώρα απειλούσε την ίδια την υπόσταση του έθνους. Οι εθνικιστές, όλων των προελεύσεων συντάχθηκαν με τον εθνικό στρατό στην πανεθνική προσπάθεια να αποτραπεί η άλωση της χώρας από τον κομμουνισμό.
Όμως η επόμενη μέρα δεν ξημέρωσε όπως θα την περιμέναμε. Αν και είμασταν οι νικητές του πολέμου, αν και σηκώσαμε το πιο μεγάλο βάρος και πληρώσαμε τον βαρύτερο φόρο αίματος δεν κατορθώσαμε να κερδίσουμε την πολιτική μας αυτονομία. Γίναμε όχι απλώς το εξάρτημα, αλλά το μαντρόσκυλο μιας κοινοβουλευτικής δεξιάς που παρεξέκλινε όλα και περισσότερο προς το λεγόμενο «κέντρο». Να σημειώσουμε εδώ, ότι διεθνώς ο λεγόμενος κεντρώος χώρος είναι ότι πιο ανερμάτιστο και ωφελιμιστικό υπάρχει. Τα κόμματα του κέντρου χωρίς σαφή ιδεολογία τα ίδια κάνουν σκοπό τους να μετέχουν σε κυβερνήσεις προσκολλώμενα στον οιοδήποτε.

Στιγμιότυπο από προεκλογική συγκέντρωση της καραμανλικής ΕΡΕ στην Αθήνα. Χαρακτηριστικά, δίπλα από το πορτρέτο του Εθνάρχη διαφήμιση από «σφαιριστήρια».


Οι πρώτες εκλογικές προσπάθειες

Υπήρξαν όμως και κατά την δεκαετία του ’50 κάποιες προσπάθειες απογαλακτισμού από το μεγάλο κόμμα. Αυτές περιελάμβαναν εθνικιστικά στοιχεία, αλλά δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν αμιγώς εθνικιστικές. Κάποιες που πήραν μορφή κομμάτων όπως η Πολιτική Ανεξάρτητος Παράταξις στην οποία μετείχε ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης κατόρθωσαν να μπουν στην Βουλή με ποσοστό της τάξεως του 8%. Θα πρέπει δε να σημειώσουμε ότι και μετά το 1974, σε αυτό περίπου ήταν το μέγιστο ποσοστό στο οποίο κυμάνθηκαν τα κόμματα που κατέβηκαν «εκ δεξιών» της Νέας Δημοκρατίας. Το ποσοστό δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο και θα μπορούσε να είναι σημαντικό βήμα για αύξηση της συνολικής επιρροής του χώρου. Όμως η διαχείρισή του ποτέ δεν έγινε ορθολογικά και οδήγησε είτε σε απορρόφηση από το κοινοβουλευτικό κόμμα είτε σε περιθωριοποίηση.


 

Πρωτοσέλιδο από την εποχή που η δεξιά ΕΡΕ μεσουρανούσε στον δημόσιο πολιτικό βίο. Κάτω από τον κύριο τίτλο που αναγγέλλει την πολιτική νίκη του Καραμανλή, σε μικρότερο πλαίσιο καταγγέλλονται πράξεις βίας και τρομοκρατίας».

Τα υποκατάστατα
Όμως με τον Ψυχρό Πόλεμο να βαραίνει και τις πληγές του συμμοριτοπολέμου ακόμη ανοικτές, το δίλημμα εξακολουθούσε να ρίχνει τη βαριά σκιά του στον εθνικιστικό χώρο. Η κομμουνιστική απειλή ήταν πάντα παρούσα και οι αγνές πατριωτικές προθέσεις των εθνικιστών γίνονταν εύκολα αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από την κοινοβουλευτική δεξιά.
Έτσι σιγά-σιγά αντί να αποκτήσουν ιδιαίτερους πολιτικούς σχηματισμούς βρέθηκαν να ακολουθούν το εκάστοτε μεγάλο κόμμα του αντικομμουνιστικού χώρου. Πρώτα τον Συναγερμό και μετά την ΕΡΕ. Μάλιστα οι ηγεσίες των κομμάτων αυτών είχαν την πονηρία να αφήσουν να δημιουργηθούν μέσα στους κόλπους απολύτως ελεγχόμενες ομάδες που θα μπορούσαν να στεγάσουν τους εθνικιστές δίνοντάς τους μια ψευδαίσθηση αυτονομίας. Αν και απομακρύνονταν από τις ιδεολογικές κατευθύνσεις του εθνικισμού, οι ομάδες αυτές (με την ΕΚΟΦ να είναι το πιο χαρακτηριστικό δείγμα) υιοθετούσαν ακραίες αντικομμουνιστικές θέσεις που λειτουργούσαν ως δόλωμα για τους αγνούς πατριώτες. Η βία γινόταν υποκατάσταστο της ιδεολογικής παιδείας οι εθνικιστές μετατρέπονταν στα «μαντρόσκυλα» που έκαναν τη «βρώμικη δουλειά» για το «μεγάλο» δεξιό κόμμα. Εύκολο ήταν το μεγάλο κόμμα να «φορτώνει» όλα τα στραβά στους… «ακροδεξιούς» κρατώντας για τον εαυτό του την υποτιθέμενη ισορροπημένη πολιτική. Το χειρότερο είναι ότι η σταδιακή ένταξη των εθνικιστών στο πολιτικό σύστημα λειτούργησε κατά τρόπο μιθριδατικό.
Σιγά-σιγά εμποτισθήκαμε από το δηλητήριο που μας έδιναν και ασπασθήκαμε την ιδέα να είμαστε μέρος της κοινοβουλευτικής δεξιάς. Πάψαμε να βλέπουμε τον εαυτό μας ως ανεξάρτητο πολιτικό και ιδεολογικό χώρο, που στην πραγματικότητα έπρεπε να ορθώνεται πάνω και πέρα από τις συμβατικές διαφορές της δεξιάς και της αριστεράς. Αν και διάφορες οργανώσεις άρχισαν δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους, η συνήθης αντιμετώπιση ήταν ότι κάποιοι τις πλαισίωναν ενώ οι πολλοί δήλωναν μεν την συμπαράστασή τους, όμως τόνιζαν ότι «δεν είναι ώρα τώρα για διασπάσεις». Αφ’ ενός είχαν αποδεχθεί τον εκβιασμό ότι αν δεν υποστηρίξουν το μεγάλο δεξιό κόμμα θα έλθει η αριστερά και αφ’ ετέρου είχαν βολευτεί στην ιδέα ότι είναι ενταγμένοι σε ένα κόμμα εξουσίας. Όμως τα δεξιά κόμματα ακολουθούσαν την προδιαγεγραμμένη πορεία της πολιτικής παρακμής. Σε αντίθεση με αυτά που ίσχυαν κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, τώρα ο διάδοχος του Λαϊκού κόμματος ήταν η προσωποπαγής και αρχηγοκεντρική ΕΡΕ. Και παρά το γεγονός ότι η στάση του κόμματος αυτού ήταν έξω από την εθνική γραμμή στο κρίσιμο για την εποχή κυπριακό ζήτημα, οι εθνικιστές συνέχιζαν να το υποστηρίζουν.
Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι σε αντίθεση με αυτό που γενικά πιστεύεται, από εκείνη την εποχή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε αρχίσει να αποστασιοποιείται ακόμη και από τη χρήση της λέξεως δεξιά. Το γεγονός ότι στον τίτλο της ΕΡΕ χρησιμοποιούσε τη λέξη «ριζοσπαστική» είναι χαρακτηριστικό της ρήξεως την οποία ήθελε με το παρελθόν. Μιας ρήξεως, θύμα της οποίας γινόταν και ο εθνικιστικός χώρος που παρέμενε στην «ομπρέλα» του μεγάλου κόμματος.
Τα πράγματα έγιναν χειρότερα, όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60, στην εξουσία ανέβηκε η Ένωση Κέντρου, υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ο οποίος μπορεί να εμπνεόταν από αντικομμουνιστικές ιδέες, όμως η ετερόκλητη μορφή του κόμματός του, δεν του επέτρεπε να το ελέγχει. Να μην ξεχνάμε ότι από τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου συγκροτούσε μια σοσιαλιστική πτέρυγα στην οποία εύρισκαν στέγη οι πάσης φύσεως «συνοδοιπόροι» της αριστεράς. Ο κίνδυνος για την Ελλάδα διαγραφόταν σοβαρότατος. Αναγκαστικά οι εθνικιστές συνέχιζαν να είναι συσπειρωμένοι στην ΕΡΕ, η οποία έχανε πολλούς από τους διαφορετικών προελεύσεων ψηφοφόρους της.

Την κατάσταση εν τέλει έσωσε η 21η Απριλίου, η οποία όμως δεν μπορούμε να πούμε ότι είχε εθνικιστική προέλευση, αν και στους κόλπους της περιέλαβε και στοιχεία του χώρου μας. Η πτώση του καθεστώτος όμως και η επάνοδος του Καραμανλή έδωσε κάποια περιθώρια ανεξαρτητοποιήσεως του εθνικιστικού χώρου. Υπήρξαν όμως και χαμένες ευκαιρίες…

δημοσιεύθηκε στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού ΑΝΑΚΤΗΣΗ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *