του Ευριπίδη Ρηγόπουλου

Ένα δίκοπο μαχαίρι με το οποίο παίζουμε συχνά οι εθνικιστές είναι η πολιτική έκφραση των ιδεών μας.
Δυστυχώς τα τελευταία 40 χρόνια, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι περισσότεροι εθνικιστές εναπόθεταν τις ελπίδες και τα όνειρά τους για ευρύτερη απήχηση στην κοινωνία, σε κάποιο κόμμα ή κομματίδιο. Δυστυχώς αυτός ο φαύλος κύκλος της , υποτιθέμενης, εξωστρέφειας του χώρου συνεχίζεται και περνάει από γενιά σε γενιά εθνικιστών δίχως κριτική σκέψη.
Έτσι λοιπόν μάθαμε από τους παλαιότερους πως για να επιτύχουμε κάτι ουσιαστικό εξαρτάται από κάποιο εκλογικό αποτέλεσμα ως επί το πλείστον.
Αυτή η «παράδοση» λοιπόν αποτυπώθηκε στο γονότυπό μας και σαν κατάρα δε μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτή.
Η προηγούμενη γενιά εθνικιστών πίστευε σε αυτόν τον τρόπο δράσης και σε πολλές περιπτώσεις είχαν δίκιο.
Όταν όμως, μετά από 40 και πλέον χρόνια, έχουμε το ίδιο σκεπτικό για κάτι που αποδεδειγμένα δεν έχει αποδώσει ούτε τα ελάχιστα, πλην τη βολή κάποιων στελεχών και δελφίνων, δεν έχουμε καμμία απολύτως δικαιολογία. Ποιοί οι λόγοι λοιπόν που κάποιοι συνεχίζουν να πιστεύουν σε αυτή τη φενάκη των κομμάτων και των εκλογών;
Για να απαντήσουμε θα πρέπει να διαχωρίσουμε τις δύο εμπλεκόμενες μεριές, τους πολιτευτές και τους λοιπούς εθνικιστές ψηφοφόρους και να κάνουμε ένα άτυπο ψυχογράφημα για να μπορέσουμε να πάρουμε απαντήσεις.

Ο χαρακτήρας των πολιτευτών
Το πρώτο μέρος λοιπόν, οι πολιτευτές, οι οποίοι προέρχονται από τον εθνικιστικό χώρο (στη συντριπτική τους πλειοψηφία) εναποθέτουν όλες τις ελπίδες τους σε μία πιθανή εκλογή. Προωθούν την εκλογή τους σε κάποιο δημόσιο αξίωμα διατυμπανίζοντας πως εκείνοι θα κάνουν διαφορετικά πράγματα από τους προηγούμενους και θα έχουν μεγαλύτερη απήχηση στην κοινωνία. Υπάρχουν φυσικά και πολλοί εθνικιστές που πολιτεύονται είτε για προσωπική ικανοποίηση, επιβεβαίωση ή γιατί πολύ απλά δε μπορούν να σκεφθούν πως αλλιώς μπορούν να βοηθήσουν το χώρο και τη διάδοση των ιδεών μας.
Όποιο και αν είναι το κίνητρο και οι προθέσεις τους, το αποτέλεσμα ήταν και παραμένει το ίδιο, το απόλυτο τίποτα. Αυτή η ισοπέδωση φυσικά δεν προκύπτει εξαιτίας κάποιας πεσιμιστικής προσέγγισης των πολιτικών πεπραγμένων, αλλά με απλή παρατήρηση και ορθολογιστική οπτική των γεγονότων.
Δε χρειάζεται να αναφερθούμε συγκεκριμένα ή να πλατειάσουμε αναφέροντας ένα ένα τα επιτεύγματα των κομμάτων τα τελευταία 40 χρόνια στην Ελλάδα, μια απλή παρατήρηση στην κοινωνία είναι η μεγαλύτερη επιβεβαίωση. Άλλωστε οι περισσότεροι εθνικιστές το αισθάνονται μέσα τους και εξωτερικεύεται με την απογοήτευση που εκφράζεται σε κάθε ευκαιρία.
Συνοψίζοντας λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως οι πολιτευτές και όλοι εκείνοι που συντηρούν το σύστημα των κομμάτων ή κομματιδίων το κάνουν είτε επειδή έχουν προσωπικό κέρδος (άμεσα ή έμμεσα ) είτε επειδή δε ξέρουν ή δε μπορούν να σκεφτούν άλλο τρόπο δράσης. Όποιος και αν είναι ο λόγος, το αποτέλεσμα παραμένει ίδιο.

Οι Έλληνες εθνικιστές θα πρέπει κάποια στιγμή να πάψουν να θεωρούν τις κομματικές διαδικασίες μονόδρομο πολιτικού αγώνα, και να στραφούν σε άλλες λυσιτελείς κατευθύνσεις.


Οι ψηφοφόροι σε αδιέξοδο
Το δεύτερο μέρος που εμπλέκεται στην εξίσωση που μελετούμε είναι ο «απλός κόσμος» του χώρου, οι ψηφοφόροι. Τι συμβαίνει λοιπόν με όλους εκείνους που είτε είναι ένθερμοι υποστηρικτές των κομμάτων είτε απλοί οπαδοί.
Εκείνοι είναι που συντηρούν και διαιωνίζουν αυτό το φαύλο κύκλο του «μοναδικού τρόπου αντίδρασης». Ένας από τους λόγους που το κάνουν μπορεί να είναι γιατί έχουν «εκπαιδευτεί» να πιστεύουν τόσα χρόνια πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος, νόμιμης, αντίδρασης.
Φυσικά αυτό δεν αποτελεί σε καμμία περίπτωση δικαιολογία, ειδικά από τη στιγμή που έχει αποδειχθεί από το πρόσφατο παρελθόν πως αυτός ο τρόπος δεν έχει προσφέρει κάτι, ούτε μεγάλο ούτε μικρό. Επιβεβαιώνουν διαρκώς τον ορισμό της τρέλας : «Τρέλα είναι να κάνεις τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα»…
Επίσης, το να χρησιμοποιείται διαρκώς το ίδιο επιχείρημα «ε και τι να κάνουμε, δεν υπάρχει κάτι άλλο ή το σύστημα μας πολεμάει και μόνο ένα κόμμα μπορεί να κάνει κάτι…» και πολλά άλλα, το μόνο που κάνουν είναι να υποβιβάζουν το επίπεδο του ανθρώπου που το χρησιμοποιεί. Με την ερώτηση «δηλαδή τα κόμματα δε τα κυνηγάει το σύστημα;», το επιχείρημα αυτομάτως αναιρείται.
Άλλο ένα συνηθισμένο επιχείρημα είναι το «εμείς θα τα κάνουμε διαφορετικά από τούς άλλους, γιατί ξέρουμε…».
Περιττό να το σχολιάσουμε, ειδικά όταν τα κόμματα αποτελούνται, πάνω κάτω, από τους ίδιους ανθρώπους ή έστω από ανθρώπους που διέπονται από το ίδιο σκεπτικό με τους προηγούμενους.

Υπάρχει λύση;
Συνοψίζοντας λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως οι λόγοι που ασχολούμαστε, πάνω από 40 χρόνια, με τα κόμματα, είναι είτε η ανεπάρκεια (δική μας ή των ταγών του χώρου) είτε επειδή κάποιοι έχουν συμφέρον από τη διατήρηση αυτής της πολιτικής φενάκης.
Η μεν ανεπάρκεια είναι αποτέλεσμα και όχι αιτία, επομένως λύνεται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις (δεν είναι της παρούσης).
Τα δε συμφέροντα, άμεσα ή έμμεσα, αρκεί να τα συνειδητοποιήσουμε, να τα δούμε με καθαρή οπτική και να αδιαφορήσουμε ,ούτως ώστε να μην έχουν στήριξη πάνω στις δικές μας πλάτες.
Κάπου τώρα, αυτομάτως, έρχεται στο νου του αναγνώστη η ερώτηση: «τι λύση υπάρχει;» Σίγουρα η απάντηση δε μπορεί να δοθεί με δύο προτάσεις ή με ένα κείμενο, έχουν γραφεί αρκετές προτάσεις απεμπλοκής από τον φαύλο κύκλο της πολιτικής εσωστρέφειας, προσωπικά έχω γράψει άρθρα πάνω σε αυτό.
Το ζητούμενο είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι τα κόμματα δε προσφέρουν απολύτως τίποτα και αυτομάτως θα αρχίσουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά, όπως κάνουν στην Ευρώπη εδώ και δεκαετίες.
Άμεση απεμπλοκή από κόμματα και κομματίδια, όσο και αν μπορεί να στενοχωρήσουμε φίλους και συναγωνιστές.
Είσαστε έτοιμοι λοιπόν να πείτε ευθέως, στον εαυτό σας, την αλήθεια για το ποιός είναι ο υπεύθυνος της πολιτικής μας κατάντιας;

ΥΓ : Η απάντηση βρίσκεται στον τίτλο…

δημοσιεύθηκε στο 8ο τεύχος της ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *