«Μπέρδεψες το τέλος μιας εποχής με την αρχή μιας νέας
Την έμπνευση του μίσους με την λυρική ομορφιά»
Τσέσλαβ Μίλος

Διαβαίνουμε από την εποχή της θρασείας λογοκρατίας με την θεοποίηση του ανθρώπου και των δυνατοτήτων του, στο αλυσιτελές έκγονό της, την εποχή της απελπισίας και του μηδενισμού. Σε αυτό το ιστορικό σημείο σήμερα, η τέχνη- δημιουργία θεωρείται πάρεργο, «ατομική έκφραση» και υπόθεση και έχει απεμποληθεί ο ρόλος της σαν προτύπωση της λαϊκής ψυχής και σαν κιβωτός διαφύλαξης της συλλογικής μυθολογίας. Η υπερδιόγκωση της ατομικότητας και ο μαρασμός της συνείδησης του Ιερού στιγματίζουν και την καλλιτεχνική δημιουργία καθώς, όπως το λέει ο Γιώργος Σαραντάρης, «η ποίηση είναι μια ουσία απαράλλαχτα, όπως και η ζωή».

Η τέχνη δίχως το Ιερό
Ο Ολιβιέ Κλεμάν, στο κείμενο «ο Δυτικός Ορθολογισμός ως πρόβλημα», θέτει το ζήτημα ως εξής: «Η τέχνη όμως, χωρίς νάχει τις ρίζες της στο ιερό, κατάντησε διασκέδαση ή μαράθηκε μέσα στην αγωνία, την αυτοκαταστροφή και την παραφροσύνη. Η τεχνική εξυπαρχής, πέτυχε να ξεγεννήσει το άτομο έξω από τη μητέρα- γη, αλλά, στερημένη από πνευματικότητα, παραδόθηκε στη βούληση της εξουσίας και του κέρδους. Τα πάντα φάνηκαν δυνατά στον δημιουργό άνθρωπο, που υποστήριξε πως θα χτίσει την μοίρα του, χτίζοντας το σύμπαν. Θέλησε να γίνει βασιλέας χωρίς νάναι ιερέας. Η «Βίβλος του κόσμου» έκλεισε. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι ουδέτερο, ούτε η φύση ούτε η λογική. Η γη εφόσον δεν μεταμορφώνεται, παραμορφώνεται».
Ως «μια απόπειρα να αλλάξουμε την πραγματικότητα» κατανοούσε το γράψιμο ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, και όχι μια φυγή από αυτήν. Και ο Άλντο Πελεγκρίνι έλεγε ότι «η ποίηση έχει μια πόρτα ερμητικά κλειστή για τους ηλίθιους και ορθάνοιχτη για τους αθώους. Δεν είναι πόρτα κλειδωμένη ή αμπαρωμένη, αλλά η κατασκευή της είναι τέτοια που, όσο και να προσπαθούν οι ηλίθιοι, δεν μπορούν να την ανοίξουν, την στιγμή που υποχωρεί και μόνο στην απλή παρουσία των αθώων». Κατά συνεκδοχή, θα άξιζε να αναρωτηθούμε αν η επένδυση και η επιστροφή σε μια πρωταρχική αθωότητα θα αρκούσε για να μεταβληθεί η πραγματικότητα που περιγράφηκε στην αρχή. Θα αρκούσε μόνο ίσως να θυμηθούμε ότι τα άφταστα ποιήματα του Ρωμανού του Μελωδού ψάλλονταν από όλο τον λαό. Ή ότι η δημοτική μας ποίηση, που είναι ακόμα αξεπέραστη ποιοτικά, απ’ τον ίδιο πάλι λαό μάς μεταφέρθηκε, από αυτόν αγαπήθηκε και πλάστηκε. Η αθωότητα είναι επίκαιρη κατά την έννοια ότι λειτουργεί ανακαινιστικά.

Πέραν του καλού και του κακού
Η ίδια η ζωή αναιρεί κάθε μανιχαϊσμό, συχνά το καλό και το κακό συνυπάρχουν ή από το «κακό» δημιουργείται κάτι «καλό». Αυτό μας δίνει ελπίδες ότι ο συλλογικός Μύθος είναι δυνατόν να διασωθεί και, μπροστά στην συνύπαρξη των δύο δυνατοτήτων στην τέχνη και αναφορικά με την συνομιλία του δημιουργού με το παρελθόν, ο Έλιοτ έχει να μας πει: «Οι ποιητές που δεν είναι ώριμοι μιμούνται. Οι ποιητές που είναι ώριμοι κλέβουν. Οι κακοί ποιητές παραμορφώνουν το πράγμα που παίρνουν, και οι καλοί ποιητές το μετατρέπουν σε κάτι διαφορετικό. Ο καλός ποιητής συγχωνεύει το κλοπιμαίο σ’ ένα σύνολο αισθήματος μοναδικό και ολωσδιόλου διάφορο από το σύνολο από το οποίο το έκοψε. Ο κακός ποιητής το ρίχνει μέσα σε κάτι χωρίς συνοχή. Ένας καλός ποιητής θα δανειστεί συνήθως από συγγραφείς απομακρυσμένους στον καιρό, ξένους στην γλώσσα ή αλλότριους στα ενδιαφέροντα».
Ο Ντύλαν Τόμας έλεγε ότι έγινε ποιητής επειδή ερωτεύτηκε τις λέξεις. Έτσι, έρχεται στο μυαλό η γνωστή ρήση του Βιτγκενστάιν, ότι «τα όρια της γλώσσας μου, ορίζουν τα όρια του κόσμου μου». Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος μιλούσε για «άρρητα ρήματα». Είναι πράγματα που «κάτι άλλο» χρειάζεται για να προσεγγιστούν, που η γλώσσα δεν αρκεί. Η συλλογική ψυχή καταπιάστηκε μέσω της τέχνης και στοχάστηκε πάνω σε αυτά τα ζητήματα, θέλησε να τα προσεγγίσει και να τα αποδώσει κατά το δυνατόν λογικά. Θέματα όπως ο έρωτας και ο θάνατος. Είναι τόσο αδυσώπητη και απόλυτη η ορμή τέτοιων καταστάσεων, που η λογική ή θα υπερβαθεί ή θα υπονομεύσει εμάς τους ίδιους. Ο απόηχος αυτής της ενασχόλησης έχει εμποτίσει τον συλλογικό εαυτό και υπάρχει πέρα από το παρωχημένο σύγχρονο κοσμοείδωλο.
Μια τέτοια θέληση για ανάταση και αποστασιοποίηση από το σκοτεινό παρόν δίνεται καταληκτικά από τον Μίλτο Σαχτούρη: «Εγώ/ κληρονόμος πουλιών/ πρέπει/ έστω και με σπασμένα φτερά/ να πετάω».

Άγγελος Δημητρίου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *