του Ιάκωβου Δελλή

«Αδελφοί αναγνώστες, όσα σημειώνω μπορείτε να με ειπείτε τρελόν, και ό, τι άλλο βάλει ο καθένας με τον νου του… Όποιος θέλει ας τα πιστέψει- όποιος δεν θέλει, όχι».
Στρατηγός Μακρυγιάννης

Tα «Οράματα και Θάματα» είναι το δεύτερο και τελευταίο έργο του σημαντικού αγωνιστή του ‘ 21. Το χειρόγραφο έφτασε στα χέρια του Γιάννη Βλαχογιάννη το 1936 και ήταν ανεπίγραφο. Μεταγράφηκε όμως και εκδόθηκε μόλις το 1984 με τον συγκεκριμένο τίτλο από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Είναι ένα έργο «παράξενο» σύμφωνα με τους μελετητές, που ωστόσο δεν υπολείπεται σε σημαντικότητα από τα Απομνημονεύματα. Πρόκειται για τις πνευματικές εμπειρίες που καταγράφει ο Μακρυγιάννης, ευρισκόμενος σε έναν συνεχή διάλογο με τον αναγνώστη, στον οποίο θέλει να μεταδώσει κάποια μηνύματα και να μοιραστεί τις εμπειρίες του, αλλά και σε έναν διάλογο με το υπερβατικό, απόρροια της μεγάλης του πίστης και της άσκησης του επάνω στην Ορθόδοξη πνευματικότητα. Γι’ αυτό και πολλοί δεν δίστασαν να το χαρακτηρίσουν ως το έργο «ενός τρελού και θρησκόληπτου». Άλλοι πάλι θέλησαν να δουν στις μεταφυσικές περιγραφές του Μακρυγιάννη τον αντικατοπτρισμό των λαϊκών παραδόσεων, των θρύλων, των παραμυθιών, των λαϊκών μεταφυσικών αφηγήσεων. Και λιγοστοί, διέκριναν στον συγγραφέα των οραμάτων και των θαμάτων έναν συνεχιστή της πλούσιας ορθόδοξης πνευματικής παράδοσης και το αποτέλεσμα της ζωντανής σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό.

Πώς είδαν οι μελετητές το έργο
Κατά τον Γιώργο Θεοτοκά: «Συμπεραίνω πως η μυστικιστική αυτή εξομολόγηση μπορεί να είναι κάτι καταπληκτικά ενδιαφέρον, ένα από τα γνήσια διαμάντια του νεοελληνικού λόγου. Ο Βλαχογιάννης, με το πνεύμα της εποχή ςου, δεν μπορούσε ίσως να συλλάβει όλη την ψυχολογική και λογοτεχνική σημασία ενός τέτοιου “ τρελού “ έργου. Εμείς όμως, που τόσο ασχοληθήκαμε και εξοικειωθήκαμε με το στοιχείο “ όνειρο” είναι πιθανό να βρούμε σ’ αυτό το τετράδιο σελίδες συναρπαστικές».
Ο Λίνος Πολίτης μας λέει πως «πρόκειται για έργο ενός ανθρώπου που με το “άλλο του ιστορικό” εκίνησε τον ομόφωνο σχεδόν θαυμασμό, και για το υψηλό του ήθος και για την ανόθευτη λαϊκή του γλώσσα, την καίρια εκφραστική δύναμη και το ιδιόρρυθμο προσωπικό του ύφος. Όλα αυτά( αν και όχι με την ένταση που παρουσιάζονται στα Απομνημονεύματα) υπάρχουν και στο γεροντικό αυτό έργο και ορισμένες στιγμές φτάνουν σε ύψος θαυμαστό.
Ιδιαίτερα μπορεί να ξεχωρίσει κανείς, ανάμεσα σε άλλα, τα εξομολογητικά λόγια που τα γράφει σαν είδος επίλογο και προπάντων την “αμαρτωλή και απλή και αγράμματη” προσευχή του, μια φωνή εκ βαθέων συγκλονιστική ακόμη και στην απίθανη έκτασή της και στην ορμητική και ασταμάτητη, συχνά ασυνάρτητη, ροή του λόγου».
Όταν γράφεται το έργο αυτό, ο Μακρυγιάννης βρίσκεται σε δυσχερή θέση. Είναι σε κατ’ οίκον περιορισμό, κουρασμένος και καταβεβλημένος στο σώμα και το πνεύμα, ζει ασκητικά και προσεύχεται πολύ. Άρχισαν να γράφονται το Δεκέμβριο του 1850, τρεις μήνες δηλαδή μετά την ολοκλήρωση των Απομνημονευμάτων του, όταν ο Στρατηγός ήταν 53 ετών. Το έργο σταματάει ξαφνικά και μένει ατελείωτο. Κατά τον Νίκο Σβορώνο, ο Στρατηγός «συγκεντρώνεται στον εαυτό του και επιχειρεί ένα είδος θεώρησης του νοήματος των γεγονότων που έζησε και στα οποία υπήρξε πρωταγωνιστής, ένα είδος απολογισμού της προσωπικής και δημόσιας ζωής του».
Όπως σημειώνει ο καθηγητής Σφυρόερας, υπάρχει ένα στοιχείο που κάνει αυτό το κείμενο μοναδικό ίσως στη νεοελληνική πεζογραφία. « Κλείνει στις σελίδες του την μαρτυρία μια ψυχικά και σωματικά βασανισμένης μορφής του Αγώνα, αποκαλύπτει το μαρτύριο του Αγωνιστή, που βλέπει προδομένες δύο επαναστάσεις- του 1821 και του 1843- και κατατρεγμένους τους πρωτεργάτες τους. Τραγικά μόνος στα πενήντα τρία του χρόνια, δεν έχει σε ποιον να μιλήσει, παρά στο Θεό και στην Παναγία- έτσι όπως και στα δεκατέσσερά του χρόνια μπήκε μια νύχτα στην εκκλησία του Αι- Γιάννη για να παρακαλέσει παραπονεμένος για τις αδικίες τον άγιο “και με κλάματα και με μεγάλες φωνές” να κάμει “τις συμφωνίες μαζί του”… Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η γραφή του Μακρυγιάννη αποκτά μια άλλη διάσταση, και τα όνειρά του, τα οράματά του, οι μονόλογοί του, οι παραισθήσεις του, δεν είναι παρά τα επακόλουθα της ψυχικής και σωματικής του κατάρρευσης…
Εκείνο όμως που είναι χαρακτηριστικό είναι το ύψος και η δύναμη του λόγου και του λογικού στις νηφάλιες ώρες του. Στο κείμενο αυτό βρίσκουμε ορισμένες από τις καλύτερες στιγμές της λαϊκής μας πεζογραφίας».

Οι συγκινητικές παρακαταθήκες του Στρατηγού Μακρυγιάννη
Ας δούμε ένα μικρό μέρος από τις συγκινητικές παρακαταθήκες των Οραματών και των Θαμάτων:
«Αδελφοί αναγνώστες, αυτά μ ‘ αξίωσε ο Θεός, και όσα σας γράφω, εκείνα που μόλεγαν και όσα είδα μόνος μου και όσα άκουσα και όσα βλέπω και τώρα όπου σας γράφω, όποιος αγαπάγει ας πιστεύει, όποιος δεν θέλει, είναι νοικοκύρης. Εγώ είχα χρέος ως χρισταινός να τα σημειώσω όλα. Και τον περισσότερον καιρόν αστενής τα σημείωνα. Ούτε ανάγκη έχω να γελάσω κανέναν ούτε φαντασίαν, ούτε εγωισμό και περηφάνιες, ούτε να γένωμαι απατεώνας εις τον παντουργόν και εις την βασιλείαν του. Όσα σας λέγω όπου βλέπω και ως σήμερον, κάμετε την προσευκή σας και κοπιάστε να τα ιδείτε και μόνοι σας, και τότε δεν σας μένει αμφιβολία. Και πάλε είναι και άλλο. Αν πεθάνω, σας γράφω τώρα τι να κάμετε και θέλει ιδείτε και να ευκαριστηθείτε περισσότερον, ότι εγώ είμαι και αμαρτωλός περισσότερον απ’ ούλους το πλάσμα του Θεού, κανένα κακόν δεν άφησα εις την γης. Και η ευσπλαχνία του η μεγάλη και της βασιλεία του με έσωσε ως την σήμερον, και εις το εξής τον περικαλώ να μου σώσει την πατρίδα μου, την θρησκεία μου, και όλους τους τίμιους ανθρώπους της κοινωνίας, όποιας θρησκείας και αν είναι. Και αν σας απατώ εις τα γραφόμενά μου, λόγον να δώσω εις την παντοδυναμίαν του και εις την βασιλείαν του, να με παιδέψει με τον παιδεμόν όπου με αξίωσε και είδα με τα ίδια μου τα μάτια, και την πέτρινη καρότσα με το πυρί. Κάθε άνθρωπος πλάσμα του Θεού, όποιας θρησκείας και αν είναι, πρέπει να δοξάζει τον Θεόν κατά την θρησκείαν του, να μην αμελεί αυτό, να δοξάζει εκείνον όπου τον έπλασε και τον διατηρεί σε τούτη την ζωή και εις την άλλη, την παντοτινή. Του διαβόλου το φαί και τα έργα είναι κούφια καρύδια, χορταίνει τους ανθρώπους όσοι χάνουν τη δικιοσύνη, ή μεγάλοι ή μικροί. Δούλευε να ζήσεις, και μην είσαι τεμπέλης και τρως και γυμνώνεις τον άλλον άνθρωπον, όπου’ ναι σαν και σένα, μια εικόνα…»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *