του Ευθ. Π. Πέτρου

Η δημιουργική εργασία και όχι η κεφαλαιακή υπόσταση είναι ο πραγματικός πλούτος και για τα πρόσωπα και για τις επιχειρήσεις και για το έθνος.
Μια πληγή για την σύγχρονη κοινωνία μας είναι ο συνδικαλισμός. Ακόμη και αν δεν έχει φθάσει στο σημερινό κατάντημα που απλά είναι ανασταλτικός παράγων για κάθε πρόοδο, είναι ένας θεσμός διχαστικός. Και δεν μπορεί να έχει θέση σε μια κρατική οργάνωση με βάση τον εθνικισμό. Απεναντίας πρέπει στη θέση του να εισαγάγουμε θεσμούς ενωτικούς για την κοινωνία.
Με δεδομένο ότι μοναδική διαχρονική αξία είναι το Έθνος, κάθε πολιτική αποκτά αξία και υπόσταση μόνο όταν το υπηρετεί. Ιδιαίτερα η οικονομική πολιτική πρέπει να αποβλέπει στην ευημερία των μελών του. Ως εκ τούτου μια εθνικιστική διακυβέρνηση δεν δεσμεύεται με δογματικές προσεγγίσεις και διαμορφώνει την οικονομική πολιτική της ώστε να υπηρετούνται με τον καλύτερο τρόπο τα εθνικά συμφέροντα.
Σε αυτό το εθνικό πλαίσιο εντάσσεται η κοινωνική πολιτική, η οποία αποβλέπει στην άμβλυνση των ανισοτήτων και στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κοινωνικών ομάδων του έθνους που ζουν και εργάζονται με όρους δυσμενέστερους από των άλλων. Ο σκοπός δεν είναι ούτε η φιλανθρωπία, ούτε η υποταγή σε μια αόριστη επιταγή που απαιτεί την «κοινωνική δικαιοσύνη» σαν αυτοσκοπό. Μια εθνική κοινωνική πολιτική αποβλέπει στην προαγωγή της εθνικής ενότητας, η οποία υπονομεύεται όσο υπάρχουν κομμάτια της κοινωνίας που δεν ευημερούν.
Με δύο λόγια, βάζουμε την Κοινωνική Πολιτική στην υπηρεσία των Εθνικών Σκοπών. Ενδιαφερόμαστε για την αρμονική προαγωγή του εθνικού συνόλου και μόνον εμμέσως των ασθενεστέρων κοινωνικών ομάδων διότι και αυτές είναι τμήματά του. Οργανικά τμήματά του θα έλεγε μια στεγνή τεχνοκρατική θεώρηση. Πολύτιμα τμήματά του λέμε εμείς. Κάθε μέλος της εθνικής κοινότητας είναι πολύτιμο. Είναι μέλος του συλλογικού φορέα της εθνικής πολιτιστικής συνείδησης.
Βεβαίως μια τέτοια κοινωνική πολιτική εντάσσεται σε μια εθνική οικονομική πολιτική βασικός άξονας της οποίας είναι η αρχή ότι το χρήμα δεν μπορεί να αποτελεί ούτε σκοπό, ούτε να θεωρείται μοναδικό στοιχείο πλούτου, εθνικού ή ατομικού. Το χρήμα είναι εργαλείο. Είναι μέσον συναλλαγής και σαν τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Αν μόνος σκοπός είναι το κέρδος και η αποθησαύριση χρήματος, αν όπως γίνεται σήμερα μετράμε κάθε πράξη του κράτους με βάση το πόσο κοστίζει, αν θέτουμε καθημερινά τα ερώτημα πόσο θα επιβαρύνει το φορολογούμενο η Α ή η Β ενέργεια, τότε τι θα γίνει αν χρειαστεί να κάνουμε εργασίες συντηρήσεως στην Ακρόπολη ή σε άλλα μνημεία της εθνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς μας; Θα μετρήσουμε τη «σκοπιμότητα» με βάση τα εισιτήρια που κόβουν;
Από αυτό το απλό παράδειγμα, αλλά και από πολλά άλλα που βλέπει ο καθένας μας στην καθημερινή του ζωή, προκύπτει ότι η τοποθέτηση του χρήματος και των οικονομικών διαδικασιών στο επίκεντρο της πολικής κατά την μαρξιστική/καπιταλιστική θεώρηση, είναι πλέον ξεπερασμένη. Πρόσθετη απόδειξη είναι ότι τα μεν κομμουνιστικά συστήματα κατέρρευσαν πριν συμπληρώσουν 70 χρόνια ζωής, ενώ και τα καπιταλιστικά πλησιάζουν το τέλος του ιστορικού τους κύκλου.
Ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούν να χειρισθούν τη σημερινή κρίση αποδεικνύει την αδυναμία τους να αποδεχθούν την πραγματικότητα και να αντιμετωπίσουν το επερχόμενο τέλος τους με αξιοπρέπεια. Απλώς τα καπιταλιστικά συστήματα, αποδείχθηκαν περισσότερο ευέλικτα από τα σοσιαλιστικά/κομμουνιστικά και έτσι παρατείνουν για λίγο ακόμη τον επιθανάτιο ρόγχο τους.

Οι εργατοπατέρες θυσιάζουν τα συμφέροντα των εργατών
Ζούμε σήμερα στην Ελλάδα μια κατάσταση όπου τα συνδικαλιστικά κινήματα έχουν εκφυλισθεί και οι ηγέτες τους τα χρησιμοποιούν σαν εφαλτήρια για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών πολιτικών επιδιώξεων, για χάρη των οποίων θυσιάζουν τα συμφέροντα αυτών που εκπροσωπούν.
Αλλά και στην ιδανική του μορφή ένα τέτοιο σύστημα δεν εξυπηρετεί εθνικούς σκοπούς. Έχοντας μορφή ταξική, περιορίζεται στην εφαρμογή κοινωνιστικών αρχών. Αφού ασκείται από φορείς ταξικών συμφερόντων παραβλέπει τις ευρύτερες ανάγκες της εθνικής οικονομίας και ως εκ τούτου αντί να φέρνει την αρμονική συνεργασία των λεγομένων σήμερα «κοινωνικών εταίρων»(!) οδηγεί τελικά στην όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων.
Μάλιστα στην κρατική οργάνωση της Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών και η κοινωνική πολιτική ασκείται κατά τρόπο άλλοτε αποσπασματικό και άλλοτε απόλυτο, πάντα όμως σε ένα σύστημα δημοσίας διοικήσεως συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό, ιδιαίτερα δαπανηρό και ανίκανο να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.
Έτσι αντί για δικαιώματα των μελών του εθνικού συνόλου έχουμε καταλήξει σε ένα συνονθύλευμα προνομίων τα οποία προβάλλονται, σαν να τα απολαμβάνουν όλοι οι εργαζόμενοι. Όμως τα απολαμβάνουν μόνον οι αυτόκλητοι προστάτες και εκπρόσωποί τους. Πρόκειται δηλαδή για μια κρίση κοινωνικής πολιτικής, την οποία, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, το εθνικιστικό κίνημα καλείται να αντιμετωπίσει.
Όμως η κοινωνική κρίση, είναι αποτέλεσμα, απότοκο, όχι της απλά της σημερινής κρίσεως στην οικονομία, αλλά της αποτυχίας των συνολικών πολιτικών και οικονομικών δεδομένων στα οποία στηρίχθηκαν τόσο ο κομμουνισμός όσο και ο καπιταλισμός.
Είναι σφάλμα λοιπόν να υποστηρίζουμε ότι η οικονομική κρίση δημιουργεί συνθήκες που ευνοούν το κίνημά μας. Η πραγματικότητα είναι ότι η σημερινή κατάσταση δικαιώνει τις αρχές και τις ιδέες μας. Μόνο εμείς ποτέ δεν πιστέψαμε ότι τα οικονομοκεντρικά αυτά συστήματα μπορούσαν να επιτύχουν. Και τώρα ήρθε η ώρα.
Υπάρχει η προσδοκία ότι θα ενταχθούν στις τάξεις μας οι Έλληνες εκείνοι που τα τελευταία χρόνια δυστυχούν. Εκείνοι που είδαν να διαψεύδονται οι ελπίδες τους για ευημερία, τις οποίες είχαν εναποθέσει στην «σοφία» κάποιων «γκόλντεν μπόυς» και που δεν έβαλαν μυαλό όταν η κατάρρευση του ελληνικού χρηματιστηρίου έδωσε τα πρώτα απτά δείγματα της καταστροφής που επρόκειτο να επακολουθήσει.

Συστράτευση ή καταστροφή
Από τη στιγμή κατά την οποία αυτοί οι συμπατριώτες μας αφυπνισθούν και στρέψουν το βλέμμα προς τις αξίες του Εθνικισμού είναι ευπρόσδεκτοι ανάμεσα μας. Δεν είναι όμως μόνο αυτοί στους οποίους στηριζόμαστε. Στις τάξεις μας θέλουμε όλους τους Έλληνες που έχουν ζωηρή εθνική συνείδηση, που απορρίπτουν τα απατηλά διλήμματα της αριστεράς και που είναι πρόθυμοι να συμβάλλουν στην εθνική αναγέννηση. Σε όλους αυτούς που ήδη σκέπτονται κατά τρόπο εθνικιστικό, πρέπει να εμπνεύσουμε τα ιδεώδη της αλληλεγγύης και της αγάπης προς το σύνολο, ώστε να εργασθούν μαζί μας για την αναδιοργάνωση του Κράτους ώστε να καταστεί πραγματικά λειτουργικό και ικανό να υπηρετεί τους διαχρονικούς εθνικούς στόχους.
Σ’ αυτό το εθνικιστικό Κράτος, η κοινωνική πολιτική, δεν μπορεί επ’ ουδενί να υπηρετεί μια ταξική διαμόρφωση που με τις υπερβάσεις της αποβαίνει εν τέλει εις βάρος της εθνικής οικονομίας.
Την ίδια στιγμή όμως πρέπει να επουλωθούν οι μεγάλες πληγές όπως αυτή της ανεργίας και να αναμορφωθούν οι βάσεις της κοινωνικής πολιτικής στο πνεύμα όχι της «πάλης», αλλά της αλληλεγγύης των τάξεων μέσα στον εθνικό κορμό και, της υποχωρήσεως του ατομικού/εγωιστικού συμφέροντος προς όφελος του εθνικού.
Ξεκινώντας από αυτές τις κοινωνικές αφετηρίες οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε τα κοινωνικά προβλήματα τα οποία σήμερα στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα οξυμένα εξ αιτία της εισβολής των μεταναστών, οι οποίοι μάλιστα αρνούνται να επιδείξουν τον παραμικρό σεβασμό προς την χώρα μας, τις παραδόσεις και τα ήθη μας.
Το αν κάποτε θα υπάρξει μια μεταναστευτική πολιτική, εάν τούτο υπαγορευθεί από το εθνικό συμφέρον είναι θέμα που δεν άπτεται της παρούσης. Άλλωστε είναι σαφές ότι τα μέτρα της εθνικιστικής κοινωνικής πολιτικής αφορούν αποκλειστικά στους Έλληνες, τους συνεχιστές αυτού του Έθνους και κοινωνούς της πολιτιστικής κληρονομιάς που ανάγεται σε χιλιετίες προ Χριστού.
Συνεπώς το πρώτο και κυρίαρχο μέτρο κοινωνικής πολιτικής είναι η διαπότιση του συνόλου του ενεργού πληθυσμού, εργοδοτών, επιχειρηματιών και μισθωτών με το νέο πνεύμα του εθνικισμού, το οποίο και μόνο είναι αρκετό για την επιτυχία της.
Πιστεύουμε ακράδαντα ότι: «Κάθε αληθώς εθνική ιδέα είναι τελικώς και κοινωνική». Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η δική μας κοινωνική πολιτική δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι έχει κοινούς τόπους με τον σοσιαλισμό της αριστεράς, ακόμη και αν κάποια επιφανειακά δεδομένα μπορεί να φαίνονται παρόμοια ή παραπλήσια.

Η οικονομική και κοινωνική ισότητα που είναι για τον σοσιαλισμό ο σκοπός, για τον Εθνικισμό είναι το μέσον για τη θωράκιση της εθνικής ενότητας και η εφαρμογή του περνάει μέσα από την ιδεολογική ψυχική-πνευματική ταύτιση των μελών της εθνικής κοινότητας.
Η διακήρυξη της αρχής ότι καθένας πρέπει να αμείβεται ανάλογα με τη συμβολή του σε αντίθεση με την κεφαλαιοκρατική θεώρηση που θέλει το κέρδος να είναι ανάλογο προς την οικονομική δύναμή του καθενός, αποβλέπει κατά κύριο λόγο στην απόρριψη του κάθε μορφής αθεμίτου και ακόπου κέρδους, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο απορρίπτεται και η απόλυτη οικονομική ισότητα η οποία εν τέλει συνιστά κοινωνική αδικία.
Τα παραπάνω δεν συνιστούν απλά ένα οικονομικό σύστημα. Πρόκειται για γενικότερο πολιτικό και ηθικό αίτημα το οποίο θα επιδιωχθεί περισσότερο με την κατάλληλη διαπαιδαγώγηση των πολιτών και λιγότερο με την εφαρμογή μιας νομοθεσίας.

Η δραστηριότητα του οικονομικού Ηγέτη στα πλαίσια της Εθνικής Οικονομίας
Η δημιουργική εργασία θεωρείται ως το ύψιστο αγαθό του έθνους. Η εργατική δύναμη είναι πραγματικός εθνικός πλούτος και ο φορέας της, ο εργάτης δηλαδή, πρέπει να απολαμβάνει τη φροντίδα της Πολιτείας.
Δεδομένου ότι η εργασία είναι πηγή δημιουργίας, η δε πνευματική εργασία είναι η πηγή του πολιτισμού, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται σαν εμπόρευμα. Δεν είναι δυνατόν οι όροι και οι συνθήκες εργασίας να αποτελούν αντικείμενο συμβάσεων που υπόκεινται στις αυτόματες ρυθμίσεις του οικονομικού ανταγωνισμού. Άλλωστε αυτή η ποσοτική προσέγγιση, η οποία σήμερα επικρατεί έχει υποβαθμίσει αν όχι και εξαλείψει κάθε ποιοτικό κριτήριο, καταρρακώνοντας τη δημιουργικότητα του οικονομικού οικοδομήματος της χώρας μας.
Η Πολιτεία λοιπόν οφείλει να προστατεύει την εργασία και να δημιουργεί τους όρους για την γόνιμη ανάπτυξή της.
Η εργασία πρέπει να διαπνέεται από τη χαρά της δημιουργίας στην οποία μετέχουν εργοδότες και εργαζόμενοι, καθώς αποβλέπουν στον κοινό σκοπό.
Οι εργάτες δεν είναι σκλάβοι τους οποίους ο εργοδότης αποκτά και εκδιώκει κατά την προτίμησή του. Είναι συνεργάτες του και από κοινού προσβλέπουν στο κοινό όφελος το οποίο απορρέει από την εργασία που προσφέρουν για χάρη της ευημερίας του συνόλου. Και πρέπει να έχουν την κάθε δυνατή προστασία και υποστήριξη αφού προσφέρουν τις δυνάμεις τους για την παραγωγή αγαθών, αναγκαίων για την ευημερία του εθνικού συνόλου.
Η αξία της εργασίας δεν προσδιορίζεται ποσοτικά με βάση το μισθό που λαμβάνεται. Είναι μέγεθος ποιοτικό που διαμορφώνεται ανάλογα με την ευσυνειδησία και τον τρόπο με τον οποίο εκτελείται.
Το οικονομικό κεφάλαιο τίθεται σε δεύτερη μοίρα, σε σχέση με την εργασία, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζεται η σημασία του για την πρόοδο της εθνικής οικονομίας και για την ευημερία των πολιτών. Δεν είναι ο σκοπός της οικονομικής δράσεως αλλά το μέσον για τη γονιμοποίηση της εργασίας.
Ο επιχειρηματίας είναι βασικό παραγωγικό κύτταρο για την εθνική οικονομία. Δεν μπορεί όμως να θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα της κερδοσκοπίας και μάλιστα της κερδοσκοπίας εις βάρος του συνόλου. Είναι όμως στο επίπεδό του ο οικονομικός ηγέτης στην πρωτοβουλία και την εργατικότητα του οποίου η Πολιτεία βασίζει την προοπτική οικονομικής προόδου και αναπτύξεως. Ταυτόχρονα όμως είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την ευημερία των συνεργατών του.
Είναι απαραίτητο σε κάθε επίπεδο πολιτικό ή οικονομικό να υπάρχει ένας ηγέτης, ο οποίος φέρει και την πλήρη ευθύνη για τις αποφάσεις, τις πράξεις και τις κατευθύνσεις που δίνει στους συνεργάτες του. Είναι αυταπόδεικτο, αλλά έχει επιβεβαιωθεί και από την κοινή πείρα ότι συλλογικά σχήματα ηγεσίας δεν μπορούν λειτουργήσουν. Η συνυπευθυνότητα καταλήγει νομοτελειακώς σε ανευθυνότητα.
Για το λόγο αυτό ο εθνικισμός απορρίπτει εξ ίσου τα «κοινωνικοποιημένα» σχήματα που οδήγησαν σε κατάρρευση τις σοσιαλιστικές οικονομίες και τα καπιταλιστικά μορφώματα των πολυεθνικών corporations που έχουν καταντήσει απρόσωπες οντότητες που διοικούνται με τρόπο ο οποίος ελάχιστα διαφέρει από τις κομμουνιστικές κολεκτίβες. Διοικούνται από τα λεγόμενα «golden boys» που αναλίσκονται στον μεταξύ τους αγώνα επικρατήσεως με στόχο να διασφαλίσουν bonus που δεν δικαιούνται, εις βάρος και των εργαζομένων και του εταιρικού οργανισμού.
Ο επιχειρηματίας – εργοδότης πρέπει να είναι πρόσωπο-ηγέτης και να αναπτύσσει τη δραστηριότητά του στο πλαίσιο μιας εθνικής οικονομίας εξυπηρετώντας τους σκοπούς της και τις κατευθυντήριες οδηγίες της Πολιτείας.

Μόνο σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η σχέση του με τους εργαζομένους μπορεί να είναι σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας για την εξυπηρέτηση της ευημερίας του συνόλου. Τους συνδέει το κοινό έργο και από το συντονισμό των προσπαθειών τους εξαρτάται το καλό αποτέλεσμα. Που είναι η μεγαλύτερη δυνατή απόδοση της επιχειρήσεως προς όφελος της εθνικής οικονομίας, που προηγείται των ιδιαιτέρων συμφερόντων των δύο μερών.

Οι οικονομικοί στόχοι του εθνικιστικού κινήματος
Η κοινωνική θεωρία του εθνικισμού δεν μπορεί να είναι ένα απολιθωμένο σύστημα οικονομικής οργανώσεως. Πρέπει απλώς να εντάσσεται στο ευρύτερο ιδεολογικό του πλαίσιο που σε συντομία χαρακτηρίζεται από τα εξής:

  • Διαρκής στόχος για την εθνικιστική οικονομική πολιτική είναι η ευημερία της εθνικής κοινότητας. Το ελληνικό έθνος στο σύνολό του, ως παρελθόν, παρόν και μέλλον, αποτελεί τον τελικό σκοπό στην επίτευξη του οποίου συγκλίνουν οι προσπάθειες του οργανωμένου κράτους. Η εθνικιστική αντίληψη πιστεύει ότι η ανθρώπινη ύπαρξη αποκτά νόημα, μόνο όταν εντάσσεται στο Έθνος και επιτυγχάνει την πρόοδο μέσα σε αυτό. Το Έθνος ως ενιαίο οργανικό σύνολο είναι ο φορέας του πολιτισμού στον οποίο μετέχει και το άτομο. Το άτομο αντλεί και την υλική του δύναμη και την πνευματικότητά του από την συμμετοχή του στην εθνική κοινότητα. Το εθνικό συμφέρον προηγείται του ατομικού και στα πλαίσια της αρχής αυτής, το Κράτος υποχρεούται να αποφεύγει την εφαρμογή μέτρων υπέρ των επί μέρους ομάδων, εάν τούτο είναι επιβλαβές για το σύνολο.
  • Η εθνικιστική ιδεολογία είναι σαφώς αντικαπιταλιστική υπό την έννοια ότι αρνείται στην οικονομία την υψίστη θέση στην ιεραρχία των αξιών. Γεγονός που βιώνουμε όλοι σήμερα είναι ότι η επικράτηση στο ατομικιστικό-καπιταλιστικό σύστημα, του ωφελιμισμού και της υπερεκτιμήσεως των υλικών αγαθών επέφερε την κατάπτωση του πολιτισμού και των εθνικών και ηθικών αξιών. Πρέπει να αναλάβουμε λοιπόν αγώνα εναντίον των πρωτείων της οικονομίας με στόχο να ανορθώσουμε στη θέση που τους αξίζει, τις πραγματικές αξίες του πνεύματος. Αυτές τις αξίες πρέπει να εμπνεύσουμε στις παραγωγικές ομάδες ώστε μέσα από αυτές να ρυθμίζονται οι μεταξύ τους σχέσεις.
  • Στρεφόμαστε ακόμη, εναντίον του απόλυτου οικονομικού φιλελευθερισμού. Χωρίς να παραβλέπουμε την αξία της ατομικής πρωτοβουλίας στην οικονομική ζωή, πρέπει να χαλιναγωγήσουμε την οικονομική αναρχία που προκαλεί ο φιλελευθερισμός, δίνοντας προτεραιότητα στα συμφέροντα του συνόλου με τα οποία πρέπει να ευθυγραμμίζονται τα ατομικά καθώς και τα ειδικά συμφέροντα κάποιων ομάδων.
  • Θεμελιώδες είναι ότι ο εθνικισμός δεν σκοπεύει να αντικαταστήσει τις δημιουργικές δυνάμεις του ατόμου, καθιερώνοντας οικονομικές γραφειοκρατίες. Όμως το Κράτος πρέπει να έχει τον κεντρικό συντονισμό της οικονομίας. Η οικονομία δεν μπορεί να προοδεύσει αν δεν επιτευχθεί μια σύνθεση μεταξύ της ελευθερίας του δημιουργικού πνεύματος και των υποχρεώσεων του ατόμου απέναντι στο εθνικό σύνολο.
  • Οι αρχές της κοινωνικής πολιτικής λοιπόν, διαμορφώνονται σύμφωνα με το παραπάνω πλαίσιο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *