μετάφραση Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

πρόλογος Κωνσταντίνος Τσοπάνης
Δρ Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων

Το να μιλήσει κάποιος για το «Δόγμα του Φασισμού» φαίνεται, είναι η αλήθεια, κάπως παράξενο αφού ολόκληρη η ιστορική πορεία αυτής της ιδεολογίας συνοψίζεται σε ένα «προχωράμε και βλέπουμε» ή «βλέποντας και κάνοντας». Κι όποιος μελετήσει την ιστορία του θα διαπιστώσει ότι, καθ’ όλην την περίοδο του Ventennio (1925 – 1945), δηλαδή μεταξύ του θριάμβου και της πτώσεως του Φασισμού, η μουσσολινική δικτατορία υπήρξε μία διαρκής δημιουργία και ένας συνεχής αυτοσχεδιασμός.

Μετασχηματίζεται πέριξ του άξονος της αυξανομένης επιρροής του κόμματος στην εθνική ζωή και της προσωποπαγούς εξουσίας, η οποία γίνεται ολοένα και πιο εμφανής. Μέσα στην παντοδυναμία του ο Ντούτσε τροποποιεί, αναλόγως με τη θέληση του, την ιθύνουσα ομάδα με «αλλαγές φρουράς» οι οποίες λαμβάνουν χώρα τόσο κατά την ανοδική φάση του πρώτου Decennio (1926 – 1936), όσο και κατά τα αποφασιστικά έτη της μεγάλης κρίσεως που πλήττει την ιταλική χερσόνησο. Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά: «Εγώ ο ίδιος, που τις υπαγόρευσα, είμαι ο Πρώτος που αναγνωρίζει πως οι μετριόφρονες προγραμματικές θέσεις μας – οι θεωρητικοί και πρακτικοί προσανατολισμοί του Φασισμού – πρέπει να αναθεωρηθούν, να διορθωθούν, να συμπληρωθούν, να τονωθούν, γιατί έχουν εδώ κι εκεί υποστεί τις φθορές που φέρνει ο χρόνος. Πιστεύω πως ο βασικός πυρήνας βρίσκεται ακόμα στις αρχικές διεκδικήσεις του, που για δύο χρόνια χρησίμευαν σαν συσπειρωτικό σύνθημα για τις τάξεις του ιταλικού Φασισμού. Αλλά, μολονότι ξεκινάμε από εκείνον τον αρχικό πυρήνα, είναι καιρός να προχωρήσουμε παραπέρα, σε μία πληρέστερη επεξεργασία του ίδιου προγράμματος».

Πιστεύουμε πως αν θέλουμε να εστιάσουμε σε ένα σταθερό σημείο του Φασισμού αυτό δεν είναι άλλο από την ιδιότυπη μεταφυσική του, έναν μυστικισμό που μετέτρεψε μια πολιτική ιδεολογία σε ένα είδος θρησκείας με δικό του δόγμα διατυπωμένο από τον ιδρυτή του, τον Μουσσολίνι. Όπως έγραφε ο ίδιος, «ο Φασισμός δεν κατασκευάσθηκε από μία θεωρία επεξεργασμένη εκ των προτέρων, πάνω σ’ ένα τραπέζι, αλλά γεννήθηκε από μία ανάγκη για δράση και ήταν δράση, δεν ήταν κόμμα, αλλά, στα δύο πρώτα χρόνια, αντικόμμα και κίνημα. Το όνομα πού εγώ έδωσα στην οργάνωση, καθόριζε τον χαρακτήρα της. Και όμως όποιος ξαναδιαβάσει, στα κιτρινισμένα πια φύλλα της εποχής, τα πρακτικά της ιδρυτικής συναθροίσεως των ιταλικών Φάσιο μάχης, δεν θα βρει μία θεωρία, αλλά μία σειρά από αιχμές, προαισθήσεις, υπαινιγμούς, που, απελευθερωμένοι από την αναπόφευκτη απόχη των συγκυριών, έπρεπε κατόπιν, ύστερα από λίγα χρόνια, να αναπτυχθούν σε μία σειρά από θεωρητικές θέσεις, που καθιστούσαν τον Φασισμό μία αυτοστήρικτη πολιτική θεωρία, σε αντιπαράθεση με όλες τις άλλες, του παρελθόντος και τις σύγχρονες…»

Ο Φασισμός ήταν λοιπόν, κατά κύριο λόγο, ένα πνευματικό φαινόμενο και ως τέτοιο πρέπει να εξετασθεί, για να γίνει κατανοητό σε όλη του την έκταση και το βάθος. Όπως ο Κοντρεάνου δημιούργησε την ίδια περίοδο στη Ρουμανία ένα είδος ορθόδοξου μυστικισμού του υπερεθνικισμού και με μεσσιανικά κηρύγματα κατάφερνε να μετατρέπει φοβισμένους νεαρούς επαρχιώτες από τη Μολδαβία και την Τρανσυλβανία σε ανθρώπους που ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν, αλλά και να πεθάνουν για τα ιδανικά τους, έτσι και ο Μουσσολίνι έδωσε στο κίνημά του τη μορφή «μιας πνευματικής εξεγέρσεως εναντίον όλων των παλαιών ιδεολογιών που διέφθειραν τις ιερές αρχές της θρησκείας, της πατρίδος και της οικογενείας».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *