γράφει ο Τάσος Σοφούλης

Στο παρών άρθρο θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ανάλυση γύρω από την πορεία της Alt-right (με την οποία σαφώς και δεν ταυτιζόμαστε) και γιατί ο εθνικισμός στην εποχή της οικονομικής παρακμής του Καπιταλισμού, εκφράζεται ενδεχομένως από πολιτικά σχήματα τύπου Orban, Meloni, Trump και λοιπών εκφραστών της προστατευτικής τάσης του Καπιταλισμού. Η γνώμη του γράφοντος για αυτά τα πολιτικά σχήματα σαφώς και δεν είναι θετική όμως οφείλουμε να τα αναλύσουμε για να ξέρουμε και που βαδίζουμε.

Ο εθνικισμός ως βιοθεωρία και κατ’ επέκταση ιδεολογία, έχει την πολυτέλεια να είναι συνθετικός (κατά τον Alain de Benoist) και ταυτόχρονα να προσαρμοστεί με ευκολία σε οποιαδήποτε κοινωνικοοικονομική τάση φτάνει αυτή, να μην αλλοιώνει την εθνική ψυχή. Μετά την βιομηχανική επανάσταση ο άνθρωπος κατάφερε να εντάξει την παραγωγική του δύναμη δια μέσου των βιομηχανικών κέντρων, όπου ενέταξαν την μηχανική στην παραγωγή σκοτώνοντας στις φρένες του ανθρώπου τον παραμικρό ρομαντισμό.
Ο Nicolás Gómez Dávila, είχε πει στους αφορισμούς του πως «δεξιόφρονες και αριστερόφρονες τσακώνονται μεταξύ τους για το ποιος θα εξουσιάσει την βιομηχανική κοινωνία, εγώ απλά θέλω να την δω να καταστρέφεται». Αυτή η αντιδραστική και ταυτόχρονα μηδενιστική διατύπωση του Κολομβιανού παραδοσιοκράτη διανοούμενου, εμπεριέχει μια δόση αλήθειας καθώς ο σύγχρονος κόσμος »δολοφόνησε» την βιομηχανία, εισάγοντας την ψηφιοποίηση, ή τέλος πάντων, χρησιμοποιεί την αναμφισβήτητα ασταμάτητη τεχνολογία σε βάρος των παραγωγικών ατόμων σε κάθε έθνος με απώτερο σκοπό την μαζική και ανεξέλεγκτη στην πραγματικότητα παραγωγή, η οποία πλέον θα ανήκει στα χέρια υπερεθνικών και απρόσωπων εταιριών, οι οποίες μέσω της επιστρατευμένης τεχνολογίας – τεχνοκρατίας θα δημιουργήσουν έναν εκμηδενισμό όσον αφορά τις παραγωγικές μονάδες.

Αυτό βεβαίως δεν είναι μια εκδίκηση υπό την έννοια της συναισθηματικής οπτικής, αλλά η έκφραση του απόλυτου συμφέροντος το οποίο εκφράζεται μέσω πολιτικών που εξυπηρετούν αυτή την επιταχυνόμενη «ψευδοεξέλιξη». Σαφώς και ο Καπιταλισμός βρίσκεται στην εφηβική του φάση προσπαθώντας να ενηλικιωθεί – ολοκληρωθεί. Άλλωστε ο ίδιος ο Μarx είχε προβλέψει εύστοχα πως ο Καπιταλισμός θα διεθνοποιηθεί και δεν θα αναγνωρίζει σύνορα. Η δική μου διαπίστωση πάνω σε αυτήν την κρίση είναι πως ο Καπιταλισμός πλέον, θα εντάξει την τεχνολογία ως την νέα »ατμομηχανή» του accelaration προκειμένου η νέα καπιταλιστική τεχνοκρατία να παραδώσει την σκυτάλη στους »ειδικοκράτες» ,κατά Huxley, της τεχνολογίας (Αmazon, apple) όπου σε συνεργασία με τις τράπεζες θα επιβάλουν στην λεγόμενη ιδιοκτησία την καθυπόταξη της σε θεσμούς οι οποίοι θα κινούνται μεταξύ μεγάλης ιδιοκτησίας και υβριδικής γραφειοκρατικής τάξης.
Η μεγάλη φορολογία και η αποδυνάμωση της μεσαίας οικονομίας είναι το θειάφι του «μετακαπιταλισμού» απέναντι στον επαγγελματία αποσκοπώντας στην δημιουργία μιας φτωχοποιημένης στην ουσία κοινωνίας, όπου εντός της τεχνητής αυτής αυτής φτώχειας θα μεγιστοποιηθεί το κέρδος των εταιριών, που πλέον θα αποτελούν την Νέα Τάξη Πραγμάτων στην ουσία της και όχι στην μεταφυσική της διάσταση που της δίνουν η κάθε λογής συνομοσιωλόγοι.

Χώρες μη βιομηχανοποιημένες (η τουλάχιστον ημιβιομηχανικές) τον 20ο αιώνα άρχισαν την εκβιομηχάνιση τους, όταν ο Δυτικός κόσμος κατέρρεε οικονομικά εισάγοντας τεχνολογία από την Ασία, μιας και η Κίνα τότε ήταν αυτή που εισήγαγε την ψηφιοποίηση στην αυτοκίνηση μαζί με την Ιαπωνία, σε αντίθεση με την παραγωγό πετρελαίου ΗΠΑ, η οποία παρότι παρήγαγε αυτοκίνητα την δεκαετία του 70,’ δεν είχε αποκτήσει την ηλεκτρονική τεχνογνωσία με αποτέλεσμα να παράγει αναλογικά οχήματα. Μάλιστα σήμερα δεν είναι τυχαίο πως χώρες όπως η Ινδία και η Ρωσία έχουν αναπτύξει τεράστια πλουτοκρατία (ολιγαρχία), παίζοντας σήμερα τον ρόλο των πυρηνικών δυνάμεων στις περιοχές τους, καθώς διαθέτουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα, τον έλεγχο των αγωγών και των εργοστασίων, με αποτέλεσμα να παίζουν με ένα δυνατό χαρτί στο τραπέζι τους, αυτό του εγγυητή της ασφάλειας μέσω της κατοχής πυρηνικών. Η Ρωσία μετά την πτώση του Κομμουνισμού, διήλθε μιας βραχύβιας αμερικανικής επιδιαιτησίας εντός του εδάφους της με αποτέλεσμα, κατ τέτοιο να ξυπνήσει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των Ρώσων τα οποία είχαν επιζήσει και εντός της Σοβιετικής Ένωσης, απλά με έναν ιδιόμορφο τρόπο προσαρμοσμένα στην κομμουνιστική πραγματικότητα.

Η Ινδία από την άλλη, αφού πάλεψε εναντίον της αγγλικής αυτοκρατορίας και του ισλαμισμού, κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν συνεργατισμό (corporatismo) στον σύγχρονο κόσμο, μέσω της Χίντουτβα (εθνικιστική ινδουιστική τάση) την οποία εκφράζει ο σημερινός πρόεδρος Naredra Mondi και το κόμμα του Baratija Janata όπου σύμφωνα με τον Ινδό μαρξιστή στοχαστή Aidjaj Ahmat, πρόκειται περί (άκρο)δεξιού Γκραμσισμού, ο οποίος και συνέχισε σε πολιτικό επίπεδο την πολεμική του απέναντι στο Ισλάμ το οποίο απολάμβανε προστασίας από το αγγλικό στέμμα σε βάρος των Ινδουιστών.
Αυτά τα ανεπτυγμένα σήμερα βιομηχανικά κράτη διαθέτουν και σκληρά εθνικιστικά αντανακλαστικά τα οποία συνοδεύονται από ανάλογη,η έστω σχετική,κυβερνητική πολιτική έχοντας κατακτήσει και την αγορά. Η συμμαχία των BRICS ουσιαστικά είναι η άλλη έκφραση του πολυπολικού κόσμου, όπου εντός της αναπόφευκτης παγκοσμιοποίησης επιλέγει την εθνική οικονομία (τουλάχιστον φαινομενικά) και τον προστατευτισμό απέναντι στη επέλαση της νεοφιλελεύθερης πτέρυγας της πλανητικής οικονομίας.

Οι ΗΠΑ επιχείρησαν να μεταβάλλουν την Δύση σε οικονομικό προστατευτικό βραχίωνα επί προεδρίας Donald Trump, ακολουθώντας πολιτική αποδέσμευσης από την διεθνοποιημένη οικονομία, προτείνοντας ταυτόχρονα έναν άλλο δρόμο επιβίωσης της Δύσης, αυτόν του εθνικού καπιταλισμού, που εκφράζεται μέσω των δασμών στα ξένα προϊόντα και την φοροελάφρυνση του γηγενούς εμπορίου, καθώς και η ντόπια επενδυτικότητα η οποία πολλαπλασιάζει τις θέσεις εργασίας εξειδικεύοντας και το εργατικό δυναμικό. Την πολιτική Trump την στήριξαν οι παραδοσιακοί βιομήχανοι των ΗΠΑ, οι οποίοι διαχρονικά είχαν »αντιθέσεις» με την αναδυόμενη Ασία η οποία και εξελισσόταν τεχνολογικά όπως προείπαμε. Η φατρία του «Τραμπισμού» λοιπόν, εκπροσώπησε αυτήν ακριβώς την τάση, όπου κατανοούσε ουσιαστικά πως πλέον οι ΗΠΑ δεν μπορούν να εκφραστούν ως χώρα »δανειστής», με αποτέλεσμα να δείξει πολιτική εσωστρέφειας, τονώνοντας την ενδογενή παραγωγή, ενώ ταυτόχρονα εστίασε στις φτωχές περιοχές όπου ο «Libertarian» εκσυγχρονισμός είχε παραμελήσει, δίνοντας έμφαση στις μεγαλουπόλεις. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως ο Trump ψηφίστηκε κυρίως σε περιοχές οι οποίες άνηκαν στους «ηττημένους της παγκοσμιοποίησης» όπως ειρωνικά είχε αναφέρει ο νυν υπουργός Δημήτρης Καιρίδης.

Στην Ευρώπη τον Εθνικό Καπιταλισμό ως αντίβαρο στην φεντεραλιστική πολιτική της ΕΕ,, η οποία και φτωχοποιεί τους γηγενείς λαούς της Ηπείρου μας, τον εκπροσωπούν οι δυνάμεις της λεγόμενης «ευρωπαϊκής Δεξιάς». Αυτή είτε διάμεσο Συντηρητικών και προστατευτικών κομμάτων με εθνικιστική ακτιβιστική αρένα (βλέπε Frateli d’ Italia), είτε από κόμματα του λεγόμενου «Ευρωπαϊσμού» (βλέπε Wilders στην Ολλανδία) τα οποία έχουν ως βάση τους το «όραμα» μιας ενωμένης Ευρώπης, στην ουσία λειτουργούν ως αντίδραση. Ένα αντανακλαστικό απέναντι στον επιδοτούμενο εποικισμό και εξισλαμισμό της Ευρώπης, ο οποίος σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ολλανδία, αποτελεί πλέον μια παράλληλη πραγματικότητα όσον αφορά τους γηγενείς. Ως παράδειγμα πολιτικού, ο οποίος ξεκίνησε ultra κεντροδεξιός, φιλοΝΑΤΟικος και υποστηρικτής της ΕΕ και σήμερα εκφράζει τον ευρωπαϊκό προστατευτισμό σε πολιτικό επίπεδο, δεν είναι άλλος από τον Viktor Orban. Όταν η ΕΕ επιχείρησε να εντάξει την Ουγγαρία στις πολιτικές του λαθροεποικισμού, τότε ο Ούγγρος πρόεδρος αρνήθηκε πάρα τις κυρώσεις που του επέβαλαν οι Ευρωπαίοι εταίροι. Η ίδια πολιτική κυρώσεων της ΕΕ να σημειωθεί πως εφαρμόστηκε και στην Πολωνία για το μεταναστευτικό και το gay pride. Μάλιστα ο Οrban ακολούθησε πολιτική επιδότησης για την δημογραφική τόνωση της Ουγγαρίας, ενώ ταυτόχρονα έθεσε την έκτρωση εκτός νομικού πλαισίου επιτρέποντας την μόνο για αυστηρά ιατρικούς λόγους.

Παρότι η κυβέρνηση του V. Orban κατηγορήθηκε για μη αλληλέγγυα πολιτική γύρω από το μεταναστευτικό, δεν δίστασε να προασπίσει την συνοχή της πατρίδος του δημιουργώντας νομοθετικό πλαίσιο εκτός ΕΕ, η οποία αφορούσε αποκλειστικά την ουγγρική πραγματικότητα. Αυτού του είδους λοιπόν οι πολιτικές, αφενός είναι συντηρητικές και προσελκύουν ένα κοινό με αντανακλαστικά επιβίωσής και αφετέρου προτάσσουν έναν ανταγωνιστικό καπιταλισμό, ο οποίος μετέχει στις αγορές με το πρόσημο του εθνικού δικαίου, το οποίο δεν περιορίζεται σε ταξικούς διαχωρισμούς, αλλά αντιθέτως εξυπηρετεί όλες τις τάξεις καθώς αναβαθμίζει οικονομικώς, μέσω πολιτικών φοροελαφρύσεως, επιδοτήσεις αλλά και προστασίας από εξωγενείς πολιτικές, όπως η λαθρομετανάστευση. Σαφώς και ένα κομμάτι του Κεφαλαίου επωφελείται από αυτή την οικονομική τάση του προστατευτισμού, όμως μπροστά στον όλεθρο της μαζικοποίησης των Εθνών, η συνεργασία ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις του εκάστοτε έθνους φαντάζει καθήκον. Μια διαρκής κριτική που γίνεται εντός Ελλάδος είναι γύρω από την σαπισμένη οικονομική ελίτ, η οποία από τις δωρεές της αστικής τάξης όπως ιδρύματα,γηροκομεία,σχολεία, πέρασε σε μια νεόπλουτη λούμπεν οικονομική τάξη, η οποία υποβίβασε ηθικά την εθνική κοινωνία. Μια Ελλάδα δέσμια του δανεισμού από τους ξένους, ενώ ταυτόχρονα η ελίτ υποστήριζε αυτό τον παρασιτισμό διότι μέσα από αυτόν επιζούσε και επιζεί.

Σε έναν πολυπολικό κόσμο ο οποίος οικονομικά και πολιτιστικά ομογενοποιείται προς χάριν της διεθνούς οικονομίας, η οποία υπερσυγκεντρώνεται, τότε τα εθνικά καπιταλιστικά κράτη θα στασιάσουν απέναντι στην χιμαιρική παγκοσμιοποίηση, καθώς θα παραμείνουν πιστά στις παραδοσιακές αρχές του καπιταλισμού στις οποίες συγχωνεύονται και τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια νέα πολιτική ανεξαρτησίας των κρατών. Η εθνικοσυντηριτική (national conservative) αυτή τάση, βρίσκει οπαδούς για δύο λόγους : Ο πρώτος είναι, πως υπεραμύνεται αξιών τις οποίες οι δυτικές κοινωνίες νιώθουν πως απειλούνται είτε από εσωτερικές είτε από εξωτερικές πολιτικές, οι οποίες επιταχύνουν την ανάμιξη πληθυσμών προς όφελος των ξένων επενδύσεων.
Ο δεύτερος λόγος, είναι πως οι παραδοσιακοί καπιταλιστές, οι οποίοι πιστεύουν σε έναν καπιταλισμό εσωστρεφή, επιλέγουν την προστατευτική οικονομική τάση, διότι μιλούν με τους όρους που ίσχυαν τον περασμένο αιώνα. Εν ολίγοις μια μερίδα του πάλαι ποτέ αστικού κόσμου, «επαναστατεί» απέναντι στο μετακαπιταλιστικό μοντέλο και συγκλίνει αξιακά με τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Ένα εξίσου σοβαρό κομμάτι που βοηθά στην ριζοσπαστικοποίηση κάποιων αστών (πάλαι ποτέ ή νυν), είναι το γεγονός του οικονομισμού της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπου θεωρεί πως η αγορά είναι αυτή που ρυθμίζει την πολιτική σε διεθνές επίπεδο, οπότε αν επικρατήσει η αγορά παγκοσμίως επικρατεί και η Ειρήνη.

Αυτό το επαγωγικά ανεδαφικό θεώρημα των νεοφιλελεύθερων καταρρίπτεται από την ίδια την ιστορία, καθώς όταν η ίδια η αγορά βρέθηκε σε αντίθεση μέσω των ανταγωνισμών της, εκφράστηκε δια μέσω του πολέμου. Ακόμα και σήμερα η ίδια η παγκοσμιοποίηση ολοκληρώνεται με πολεμικές εστίες (βλέπε ρωσική εισβολή στην Ουκρανία). Βάση αυτού του σκεπτικού από τους λεγόμενους οικονομιστές, γίνονται προτάσεις οι οποίες στην εξωτερική πολιτική μειώνουν το εθνικό κύρος και την εθνική ασφάλεια, με θεωρήματα του τύπου: «το Κυπριακό θα λυθεί μέσω των επενδύσεων» και πως «η Τουρκία έχει κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο». Αυτές οι δηλώσεις που αποτελούν μείγμα σκληρού Διεθνισμού και οικουμενισμού, βρίσκονται σε αντίθεση με μια μεγάλη μερίδα του έθνους όπου μέσα σε αυτή υπάρχουν άτομα από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Στην εποχή λοιπόν της αποεθνοποίησης, της τεχνητής ανεργίας και της επιδοτούμενης μετανάστευσης, βλέπουμε ιδεολογίες να συνταυτίζονται, κοινωνικές τάξεις να ομονοούν και κινήματα ετερογενή να δρουν από κοινού παρότι δεν συμπίπτουν ιδεολογικά.

Ένας Εθνικός Καπιταλισμός του τύπου Trump, Orban, Mondi και λοιπών δυνάμεων, αντιτίθεται στην παγκοσμιοποίηση όπως αναλύσαμε και παραπάνω. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι κάτι ανίκητο, διότι εάν αυτό το αναπόφευκτο «accelaration ring» μετατραπεί σε εθνικό πλουραλισμό, τότε μιλάμε για κάτι το μεταμοντέρνο, το οποίο θα υπερβεί τον νεωτερισμό της διεθνοποιημένης ψηφιακής οικονομίας. Η διαρκής μεταβολή είναι ένας νόμος της φύσης στον οποίο δεν χωράει επιλογή. Όμως η επιλογή απέναντι στην οποιαδήποτε εξελικτικότητα, είναι η τέχνη του εφικτού ή αλλιώς ο νόμος της επιβίωσης. Συνεπώς εάν ένα κομμάτι του προστατευτικού καπιταλισμού συνεχίσει να στασιάζει και να υπερασπίζεται τις παραδοσιακές αξίες με άρμα την οικονομία, τότε μιλάμε για μια αναμέτρηση με την παγκοσμιοποιητική διεθνιστική λαίλαπα και τότε αυτή η σύγκρουση θα γεννήσει την μεταβολή και θα γεννήσει το μεταμοντέρνο «εθνοπλουραλιστικό κοσμοσύστημα», στο οποίο θα επιβιώσουν τα ταυτοτικά έθνη μέσα σε ένα κόσμο που από πολυπολικός θα γίνει πλουραλιστικός.

Απάντηση στην αγωνία μας, μας δίνει ο Ιταλός παραδοσιοκράτης στοχαστής Julius Evola, όπου στο έργο του «Ευρωπαϊκή Παρακμή» (1928) είπε το εξής: «Ο τρέχων πολιτισμός της Δύσης οφείλει να υποστεί μια θεμελιώδη αναμόρφωση, χωρίς την οποία είναι καταδικασμένος αργά ή γρήγορα να καταρρεύσει. Αυτός ο πολιτισμός έχει ολοκληρώσει την πληρέστερη διαστροφή κάθε λογικής τάξης πραγμάτων. Μέσα στο βασίλειο της ύλης, του χρυσού, της μηχανής, του αριθμού, δεν υπάρχει πλέον ούτε Πνεύμα, ούτε Ελευθερία, ούτε Φως».

ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *