του Χριστόφορου Βασιλικού

Tην 31η Οκτωβρίου 1517 ο Γερμανός μοναχός της παπικής «εκκλησίας» και καθηγητής Θεολογίας Μαρτίνος Λούθηρος, θυροκολλεί στην είσοδο του καθεδρικού ναού της Βιτεμβέργης τις περίφημες «95 θέσεις» του, με τις οποίες κατακεραύνωνε την πλάνη, την πνευματική σήψη και την αίρεση του παπισμού. Η ημερομηνία αυτή, πριν ακριβώς 500 χρόνια, σηματοδοτεί την έναρξη της Μεταρρυθμίσεως, και θα αποτελέσει το ορόσημο για την πολιτική, πολιτιστική και θρησκευτική εξέλιξη συνολικά του δυτικού κόσμου.

Το ιστορικό περιβάλλον
Γεννημένος (1483) στο Αϊσλέμπεν της Σαξωνίας ο Μαρτίνος Λούθηρος, μεγάλωσε σε ένα ευσεβές χριστιανικό περιβάλλον. Αρχικώς σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Ερφούρτης όπου ανακηρύχθη διδάκτωρ, αλλά η συγκλονιστική εμπειρία που βίωσε κατά την διάρκεια μιας θυελλώδους καταιγίδος, τον έστρεψε στον μοναχισμό. Ενετάχθη στο μοναστικό τάγμα των Αυγουστιανών, εν συνεχεία χειροτονήθηκε ιερεύς, και συνέχισε τις σπουδές του στην Θεολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης. Το 1512 ανακηρύχθη διδάκτωρ Θεολογίας στην Βιτεμβέργη, και ανέλαβε την πανεπιστημιακή έδρα της Βιβλικής Φιλολογίας και Ερμηνευτικής, όπου δίδαξε μέχρι το τέλος του βίου του (1546). Είναι δε χαρακτηριστικό πως ήταν γνώστης των ελληνικών και λατινικών και γνώριζε πολύ καλά την διδασκαλία των Ελλήνων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων. Κομβικό σημείο για την εξέλιξη του βίου του υπήρξε η επίσκεψη του στην Ρώμη το 1511. Στην καρδιά της παππικής «εκκλησίας» ο Λούθηρος βίωσε την πνευματική κατάπτωση, την διαφθορά και την χυδαιότητα των αυτοαποκαλουμένων… «διαδόχων» του Αποστόλου Πέτρου. Η Εκκλησία από Σώμα του Χριστού είχε μετατραπεί σε φοροεισπρακτικό μηχανισμό των ταμείων του Πάπα. Οι παπικοί «ιερείς» είχαν επιβάλει την δεισιδαιμονία και τον σκοταδισμό στον λαό με σκοπό να τον αφαιμάσσουν οικονομικά, ενώ οι ίδιοι είχαν καταπέσει στο έσχατο σημείο σκανδάλων και ακολασίας. Η κατάσταση όμως αυτή πέραν από τις θρησκευτικές, είχε και σοβαρές πολιτικές διαστάσεις. Η παπική «εκκλησία» ήδη από το Σχίσμα του 1054 είχε επιβάλει μια ολοκληρωτική δικτατορία στην Δύση, κρατώντας δέσμιους τους ηγεμόνες των ευρωπαϊκών κρατών, τοποθετώντας βασιλείς ανδρείκελα του Πάπα. Ο παπικός ολοκληρωτισμός είχε επιβάλει τον απόλυτο σκοταδισμό στην Ευρώπη, που έμεινε στην ιστορία ως οι «Σκοτεινοί Αιώνες», ο γνωστός Μεσαίωνας. Συνεπώς οι ευρωπαϊκοί χριστιανικοί λαοί υποφέροντας κάτω από τον ζυγό της δουλείας του Πάπα αναζητούσαν τον τρόπο για να αποτινάξουν τα πνευματικά και υλικά δεσμά του σαθρού παπικού οικοδομήματος. Την θρυαλλίδα αυτή άναψε ο Μαρτίνος Λούθηρος.

Η έκρηξη
Η αφορμή δόθηκε με την εμφάνιση στην Σαξωνία του Ιωάννου Τέτσελ, απεσταλμένου του Πάπα Λέοντος Ι’, ο οποίος πωλούσε στους πιστούς παπικές βούλλες άφεσης αμαρτιών (τα γνωστά συγχωροχάρτια!) προς συγκέντρωση χρημάτων για την ανοικοδόμηση του ναού του Αγίου Πέτρου στην Ρώμη! Ήταν δε τόση η τρομοκρατία των παπικών ώστε αν κάποιος δεν αγόραζε συγχωροχάρτι για τον ίδιο αλλά και για τους κεκοιμημένους συγγενείς του τον αφόριζαν δημοσίως! Ο Λούθηρος, προφανώς προετοιμαζόμενος από καιρό, θυροκολλεί στην είσοδο του ναού της Βιτμεβέργης ένα κείμενο 95 θέσεων, με το οποίο κατήγγειλε την χυδαία αυτή εμπορία, αλλά και συνολικά την αντιχριστιανική πλάνη των παπικών. Οι θέσεις του Λουθήρου βρίσκουν αμέσως εντυπωσιακή αποδοχή από τον λαό, αλλά και από αρκετούς ηγεμόνες οι οποίοι βίωναν την οικονομική αφαίμαξη της χώρας από την Ρώμη. Η κατάσταση δεν άργησε να ξεφύγει, και οι θέσεις του Λούθηρου έλαβαν διαστάσεις απελευθερωτικού κινήματος. Ο Λέων Ι’ καλεί με επίσημη βούλλα τον Λούθηρο να ανακαλέσει τις θέσεις του, απειλώντας ότι θα κάψει τα συγγράμματά του. Αντί όμως ο Λούθηρος να υποχωρήσει, καίει ο ίδιος το Δίκαιο της παπικής «εκκλησίας» και την ίδια την βούλλα,. Δεδομένης της ανεξελέγκτου καταστάσεως, και κατόπιν πιέσεων και απειλών του Πάπα, ο Λούθηρος καλείται στην ετήσια διάσκεψη των Γερμανών ηγεμόνων στην Βορματία (1521) προκειμένου να απολογηθεί και να αποκηρύξει τις θέσεις του. Στην διάσκεψη υπεστήριξε ακλόνητα τις θέσεις του, βασιζόμενος όπως θα δούμε εν συνεχεία στους Έλληνες Πατέρες της Ορθόδοξου Εκκλησίας. Προκειμένου να αποφύγει την σύλληψη, και προφανώς την εκτέλεση του, εκρύβη υπό του ηγεμόνος της Σαξωνίας στον πύργο της Βαρτβούργης, όπου και συνέταξε την πρωτότυπη μετάφραση της Καινής Διαθήκης από την ελληνική στην γερμανική γλώσσα, την όποια επί της ουσίας διαμόρφωσε. Εν τέλει το κίνημα της Μεταρρυθμίσεως επικράτησε στην Σαξωνία και την Θουριγγία, απ’ όπου και επεκτάθη εν συνεχεία σε ολόκληρη την βόρειο Ευρώπη. Όπως ήταν αναμενόμενο η Μεταρρύθμιση έλαβε ανεξέλεγκτες κοινωνικό-πολιτικές διαστάσεις με συνέπεια τον αιματηρότατο «Πόλεμο των χωρικών», όπου επί της ουσίας οι απλοί άνθρωποι εξεγέρθηκαν εναντίον της άρχουσας τάξης των παπικών γαιοκτημόνων που είχαν επιβάλει ένα στυγνό σύστημα δουλοπαροικίας και ληστρικής φορολογίας. Εν τέλει με την παρέμβαση του Λούθηρου επικράτησε ειρήνη, και ο ίδιος το 1525 ενυμφεύφθη την πρώην μοναχή Αικατερίνη φον Μπόρα, με την οποία απέκτησε έξι τέκνα.

Ο Μαρτίνος Λούθηρος κατακεραυνώνει τον παπισμό χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματα των Βυζαντινών Πατριαρχών (ξυλογραφία εποχής)

Οι ορθόδοξες βάσεις
Η γνώση των Ελλήνων Πατέρων της Ανατολής επηρέασε βαθύτατα την σκέψη του ηγέτου της Διαμαρτυρήσεως (ονομάστηκε έτσι διότι ήταν ένα ριζοσπαστικό κίνημα διαμαρτυρίας ενάντια στη ολοκληρωτική δομή του παπισμού). Ο Λούθηρος όπως και ο Μελάγχθων, γνώριζαν πως η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε πρώτη αντιδράσει πριν από αιώνες για τα ίδια θέματα που τώρα έθεταν και οι ίδιοι. Πρώτη είχε προχωρήσει στην διαμαρτυρία της εναντίον του παπικού ολοκληρωτισμού. Δεν θα ήταν υπερβολή αν θα λέγαμε ότι επί της ουσίας ο Λούθηρος στήριξε ολόκληρη την απολογητική του εναντίον του παπισμού στους Έλληνες Πατέρες και την ορθόδοξη δογματική και παράδοση (Φώτιος, Νείλος Καβάσιλας, κ.α). Προφανώς είχε αντιληφθεί ότι έπρεπε να στηρίξει τις μεταρρυθμιστικές του θέσεις επικαλούμενος την αποστολικότητα και την αυθεντία της Ορθοδοξίας, γι’ αυτό σε κάθε θέση που παρουσίαζε, προσπαθούσε να βρει ομοιότητα ή συμφωνία με αντίστοιχη διδασκαλία των Ορθοδόξων Πατέρων. Επιπλέον θεωρούσε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως γνήσια και αυθεντική εκπρόσωπο της αρχαίας ενωμένης Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων και των μεγάλων Πατέρων, που διαφύλαξε ανόθευτη την διδασκαλία, την λατρεία και το πολίτευμα εκείνης. Σύμφωνα δε με τον επιφανή προτεστάντη θεολόγο Ε. Benz, για τον Λούθηρο η Ορθοδοξία αποτελεί υπόδειγμα Εκκλησίας, καθότι δεν βίωσε την τραυματική για την Δύση παρακμή του παπικού Μεσαίωνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η θεολογική αναμέτρηση του Λουθήρου με τον εκπρόσωπο του Πάπα, Γιόχαν Έκ στην Λειψία (1519). Ο Λούθηρος επικαλείται συνεχώς την αυθεντική μαρτυρία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, για να αντικρούσει το πρωτείο εξουσίας του Πάπα, χαρακτηρίζοντας την Ορθόδοξη Εκκλησία ως το αρχαιότερο και καλύτερο τμήμα της οικουμενικής χριστιανικής Εκκλησίας της οποίας κανένα άλλο τμήμα δεν έδωσε περισσότερους και εξοχότερους συγγραφείς, αγίους και μάρτυρες. Μάλιστα τονίζει χαρακτηριστικά πως η Ορθόδοξος Εκκλησία ουδέποτε υποχώρησε στις παπικές αξιώσεις και δέχεται ως κεφαλή της Εκκλησίας μόνον τον Ιησού Χριστό, και όχι τον… αυτοαποκαλούμενο γενικό επίτροπο Αυτού, τον Πάπα. Επί του θέματος ο καθηγητής Ι. Καρμίρης σημειώνει: (Ι. Καρμίρη, «Ο Λούθηρος και ο Μελάγχθων περί της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Θεολογία τ.34 (1963)), «Μικρόν ήδη μετά την έκρηξιν της Διαμαρτυρήσεως ο Λούθηρος προσέφυγεν επισήμως και δημοσία εις την αυθεντικήν μαρτυρίαν της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας εν τη πολλή τη φήμη θεολογική συζητήσει του μετά του επιφανούς ρωμαιοκαθολικού θεολόγου Ιωάννου Εκκίου εν Λειψία. Απαντώντας στον Eck ο οποίος αποκαλούσε τους Έλληνες Ορθοδόξους όχι μόνον σχισματικούς, αλλά και αιρετικούς, ο Λούθηρος υποστήριξε πως κανένα άλλο τμήμα της οικουμενικής Εκκλησίας έδωκε περισσοτέρους και εξοχωτέορυς συγγραφείς, από όσους έδωκεν η Ελληνική Εκκλησία. Ούτος (σ.σ. ο Λούθηρος) ετίμα την πρεσβυγενή Ανατολικήν Εκκλησίαν ως μητέρα των άλλων Εκκλησιών και ως ορθόδοξον εν πάσι και ουχί ως αιρετικήν. Δια τον λόγον δε τούτον επικαλείτο την διδασκαλίαν και πράξιν αυτής, ως έχουσαν το κύρος παραδόσεως υποχρεωτικής δι’ άπασαν την Εκκλησίαν, και κατά συνέπειαν απέρριπτε το παπικόν κυριαρχικόν πρωτείον, εφ’ όσον δεν ανεγνώριζεν αυτό η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία». Και καταλήγει χαρακτηριστικά: «Εκ των μέχρι τούδε υπό του Λουθήρου ειρημένων συνάγεται, ότι ούτος εθεώρει την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν ως την αρχαιοτάτην πασών των Εκκλησιών, προϋπάρξασαν και αυτής της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, ήτις είχε μητέρα την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων, ούσαν κοινήν μητέρα πασών των χριστιανικών Εκκλησιών. Επίσης εθεώρει αυτήν ως το καλύτερον τμήμα της οικουμενικής Εκκλησίας, ης ουδέν έτερον τμήμα έδωκε περισσοτέρους και εξοχωτέρους συγγραφείς και αγίους, από όσους έδωκεν η Ελληνική Εκκλησία. Τέλος, αφού απέρριψε την αυθαίρετον και κακόβουλον λατινικήν δυσφημίαν, ότι συνεπεία της μη αναγνωρίσεως του κυριαρχικού παπικού πρωτείου απώλεσαν οι Έλληνες μετά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και την ορθόδοξον πίστιν και έγιναν ου μόνον σχισματικοί αλλά και αιρετικοί, υπερημύνθη ο Λούθηρος της ορθοδοξίας και της ανεξαρτησίας και αυτοτέλειας της Ανατολικής Εκκλησίας, της οποίας αναρίθμητοι επίσκοποι και άγιοι και μάρτυρες ουδέποτε υπήχθησαν υπό την εξουσίαν του επισκόπου Ρώμης, μη αναγνωρίσαντες το διεκδικούμενον υπ’ αυτού κυριαρχικόν πρωτείον, όπερ δεν υφίσταται θείω δικαίω εν τη Εκκλησία, ως εις μάτην αγωνίζονται ν’ αποδείξωσιν ο Έκκιος και οι λοιποί ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι, αλλ’ είναι τούτο ανθρώπινον καθαρώς κατασκεύασμα. Το δ’ εκ της όλης δημοσίας συζητήσεως της Λειψίας συναγόμενον συμπέρασμα είναι, ότι κατ’ αυτήν ο Λούθηρος ανεδείχθη υμνητής και υπερασπιστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επί της διδασκαλίας και της πράξεως της οποίας εστηρίχθη δια να καταπολέμηση το απόλυτον μοναρχικόν πρωτείον εξουσίας εν τη οικουμενική Εκκλησία του επισκόπου Ρώμης, μιμηθείς εν τούτω κυρίως το παράδειγμα του μεγάλου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου και των άλλων αντιπαπικών βυζαντινών ιεραρχών και θεολόγων».

Οι 95 θέσεις του Λούθηρου στην είσοδο του Καθεδρικού Ναού της Βιτεμβέργης

Προσπάθειες προσεγγίσεως
Αποφασιστικά βήματα για την προσέγγιση με των Διαμαρτυρομένων με την Ορθοδοξία πραγματοποίησε ο Φίλιππος Μελάγχθων (Ph. Schwartzerdt1497-1560), μαθητής και άμεσος συνεργάτης του Λουθήρου, ο οποίος υπήρξε ο πνευματικός ηγέτης της Διαμαρτυρήσεως, πρωταγωνιστής του αναγεννησιακού ρεύματος και άριστος ελληνιστής, καθηγητής ελληνικών στο πανεπιστήμιο της Βιττεμβέργης. Λόγω δε της μεγάλης εκτιμήσεως του Μελάγχθονος για τον Ελληνισμό ο Λούθηρος, σε επιστολή του τον αποκαλούσε «Graecissimus, eruditissimus, humanissimus Philippus». Ο Μελάγχθων αναγνώριζε άριστα τους Έλληνες Πατέρες ως αυθεντικούς ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης, κυρίως λόγω της ταυτότητος της απ’ αυτούς ομιλουμένης και γραφομένης γλώσσης προς εκείνη της Καινής Διαθήκης, και ως ισταμένους εγγύτερα προς τις πηγές του Χριστιανισμού. Εκτός τούτου ο Μελάγχθων αγωνιούσε με την υποταγή των Ελλήνων στους Τούρκους και με τα διενοπαθήματά τους από τους κατακτητές. Ο Μελάγχθων πρώτος απ’ όλους τους Προτεστάντες ήρθε σε άμεση επαφή με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Αρχικά αντάλλαξε επιστολές με τον Κερκυραίο λόγιο της Βενετίας Αντώνιο Έπαρχο. Εν συνεχεία, όταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάσαφ Β’, απέστειλε (1559) στην Βιττεμβέργη τον εκ Θεσσαλονίκης διάκονο Δημήτριο Μυσό προκειμένου να συγκεντρώσει πληροφορίες για το κινημα της Μεταρρυθμίσεως, έτυχε θέρμης υποδοχής και φιλοξενήθηκε για εξι μηνες υπο του Μελάγχθωνος. Ο Μυσός κατά την επιστροφή του μετέφερε στον Πατριάρχη επιστολή του Μελάγχθωνος και ελληνική μετάφραση της Αυγουσταίας Ομολογίας, οπου ο Μελάγχθων υποστηρίζει ότι η Μεταρρύθμιση είναι πιστή στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και στην διδασκαλία των Ελλήνων Πατέρων, κάτι το οποίο μόνο εν μέρει ήταν αληθές. Δυστυχώς, για λόγους που δεν έχουν αποσαφηνιστεί, δεν υπήρξε συνέχεια στην επικοινωνία τους. Ωστόσο λίγα χρόνια αργότερα (1570) οι καθηγητές της Θεολογικής Σχολής της Τυβίγγης ανέπτυξαν μια σπουδαιοτάτη από ιστορικής και θεολογικής απόψεως αλληλογραφία με τον επιφανή Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Β’. Αν και η επικοινωνία δεν είχε ευτυχή κατάληξη (κυρίως λόγω της απορρίψεως εκ μέρους των Λουθηριανών της σημασίας της Ιεράς Παραδόσεως), εν τούτοις διατηρήθηκαν οι φιλικές σχέσεις και ο διάλογος, πλην των δογματικών θεμάτων.

Συμπεράσματα
Το γιατί ο Μαρτίνος Λούθηρος δεν έστρεψε την Διαμαρτύρηση προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι πραγματικά απορίας άξιον. Παρά την δεδομένη συμπάθεια του, περιορίστηκε στο να επικαλείται την αλήθεια της Ορθοδοξίας, μόνον όταν ήθελε να αντιτάξει επιχειρήματα στην πολεμική του εναντίον των Ρωμαιοκαθολικών. Υπήρξε το χαρακτηριστικό παράδειγμα «γνωρίζων και μη ποιών». Είναι δεδομένο πως θεωρούσε την Ορθοδοξία εγγύτερα του απ’ όσο τον Παπισμό, εν τούτοις όμως αποφάσισε να ακολουθήσει και αυτός σχισματική πορεία. Η μόνη εξήγηση πιθανώς είναι ότι παρά τις διαμαρτυρίες του κατά της Ρώμης παρέμεινε επί της ουσίας δέσμιος με την λατινική νοοτροπία σκέψεως. Οι Διαμαρτυρόμενοι, όσο αγαθές προθέσεις και αν είχαν, δυστυχώς είχαν κληρονομήσει τις λατινικές καινοτομίες που ανέτρεπαν την πατερικότητα και την παράδοση της Εκκλησίας. Επιπλέον δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως την εποχή της εκρήξεως της Διαμαρτυρήσεως, η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Ελληνισμός βρίσκονταν υπό την δουλεία των Οθωμανών. Μόλις 64 έτη πριν είχε συντελεστεί η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως. Η Εκκλησία μετά από μια σειρά ετών εμφυλίων ερίδων (ενωτικών-ανθενωτικών) και ανηλεούς προσπάθειας υποταγής της στον Πάπα, έπρεπε να αντιμετωπίσει την νέα κατάσταση, να ανασυνταχθεί και να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της προκειμένου να διαφυλάξει την ταυτότητα, την πίστη και την συνείδηση του σκλαβωμένου Γένους, τόσο από τους Τούρκους όσο και από τους δαιμόνιους παπικούς που καραδοκούσαν να την αλώσουν. Οι Ορθόδοξοι λαοί, αγωνίζονταν να κρατήσουν ζωντανή την πίστη στην επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι διπλωματικές προσεγγίσεις, όσο σημαντικές και αν ήταν, αναγκαστικά περνούσαν σε δεύτερη μοίρα, μπροστά στον αγώνα της επιβίωσης. Αν η Διαμαρτύρηση είχε λάβει χώρα προ του 1453, πιθανότατα η βυζαντινή διπλωματία να είχε καταφέρει να την εγκολπώσει στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι αυτοκρατορικές και πατριαρχικές πρεσβείες σίγουρα δεν θα αφήναν ανεκμετάλλευτο ένα τόσο σημαντικό γεγονός, στο διμέτωπο αγώνα εναντίον των Οθωμανών και των Λατίνων. Με τις υποθέσεις όμως δεν γράφεται η ιστορία.

δημοσιεύθηκε στον τέταρτο τεύχος του περιοδικού ΑΝΑΚΤΗΣΗ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *