γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Εδώ και καιρό, σχεδόν 2 χρόνια, περίμενα την ταινία για τον Ναπολέοντα. Τόλμησα να έχω λίγη αισιοδοξία, βασισμένος στο όνομα του σκηνοθέτη, δοκιμασμένος ήδη, καθώς και στους ερμηνευτές. Είπα μέσα μου ότι ίσως βγει κάτι καλό, επειδή έχουμε να κάνουμε με μια τεράστια και πολύπλευρη προσωπικότητα. Αλλά προσγειώθηκα απότομα. Ακόμη μια φορά θυσιάζονται και βιάζονται όλα στον βωμό του «πολιτικά ορθού» και στην καταστροφή της Ευρωπαϊκής κουλτούρας από τον «φιλελευθεριστικό μαρξισμό». Πολύ λίγοι, ελάχιστοι, στη ζωή της Ευρώπης μας, ήταν σαν ον Ναπολέων ικανοί όχι να αντιμετωπίσουν τη μοίρα, αλλά να είναι η μοίρα και αυτό εξ αρχής, θα έπρεπε να του δώσει τον ενστικτώδη σεβασμό ότι ο άνθρωπος, πέρα ​​από το Καλό και το Κακό, είναι υποχρεωμένος να αποτίει φόρο τιμής σε ότι είναι υψηλό, μεγάλο, επίσημο.

Ο Ναπολέων παρουσιάζεται ως ένας χοντροκομμένος και κοινωνιοπαθής ηλίθιος, που συμπεριφέρεται συνεχώς με απεχθή και παράξενο τρόπο. Φαίνεται προϊόν της αγγλικής προπαγάνδας της εποχής, που ενδιαφέρεται να ρίξει όσο το δυνατόν περισσότερη λάσπη στον μεγάλο αυτόν Ευρωπαίο – Γάλλο ηγέτη. Ο πραγματικός Ναπολέων είναι μια συναρπαστική ιστορική φιγούρα ακριβώς επειδή εκπέμπει φώτα και σκιές. Προβάλλοντας και υπερβάλλοντας μόνο τις αρνητικές πλευρές, η ταινία καταστρέφει εντελώς τη γοητεία του Γάλλου αυτοκράτορα.

Η ταινία δεν μεταφέρει τη στρατιωτική ιδιοφυΐα του Ναπολέοντα, το υψηλό του χάρισμα, την ικανότητά του να μεταρρυθμίζει, την αδιάκοπη δουλειά του που μερικές φορές τον οδηγούσε σε υπνηλία λόγω υπερβολικής εξάντλησης… Αντίθετα, ο Ναπολέων παρουσιάζεται να κοιμάται χωρίς λόγο σε λάθος στιγμές σαν ένας ολοκληρωτικός ηλίθιος. Η ταινία εκτείνεται σε σχεδόν 30 χρόνια, αλλά οι ηθοποιοί δεν φαίνονται ποτέ να γερνούν και τα χρονικά άλματα φαίνονται βιαστικά και παράλογα. Σε μια σκηνή ο Ναπολέων μιλά φιλικά με τον Τσάρο στο Tilsit (1807), αλλά λίγα δευτερόλεπτα αργότερα εισβάλλει στη Ρωσία (1812) χωρίς καμία πειστική λογική σύνδεση. Δεν θα ήταν καλύτερο να εστιάσουμε την ταινία σε ένα μόνο κομμάτι της ζωής του, για να αποφύγουμε αυτά τα προβλήματα;

Εκτός από τον Ναπολέοντα και την Joséphine, δεν αναπτύσσεται ούτε ένας χαρακτήρας. Όλοι εμφανίζονται και εξαφανίζονται στην οθόνη χωρίς να κάνουν κάτι το αξιοσημείωτο, σε ένα συνονθύλευμα χαοτικών και ασύνδετων σκηνών. Μερικές σκηνές είναι τουλάχιστον ντροπιαστικές για να μην γράψω απαράδεκτες. Υπέφερα βλέποντας τον Ναπολέοντα να βομβαρδίζει τις πυραμίδες χωρίς λόγο. Ο πραγματικός δεν το έκανε ποτέ αυτό, διότι πέρα από ότι δεν υπήρχε καμιά αιτία, λάτρευε και αγαπούσε την αρχαία ιστορία. Αλλά η χειρότερη στιγμή είναι όταν ο Ναπολέων αποφασίζει να επιστρέψει από το νησί της Έλβα από ζήλια… και τον υποδέχονται ξανά οι στρατιώτες που ζητωκραυγάζουν. Στην πραγματικότητα, η Joséphine είχε ήδη πεθάνει αρκετό καιρό πριν και η ζήλια δεν είχε καμία σχέση με την επιστροφή του Ναπολέοντα. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε καθαρά ένα βιασμό της ιστορίας από πολλές απόψεις και κυρίως την ιστορική που όμως άμεσα συνδέεται με την ηθική.

Ακόμη ένα πρόβλημα είναι ότι η ταινία δεν δείχνει ποτέ τον έντονο δεσμό που ένωσε τον Ναπολέοντα με τους στρατιώτες του, τον τρόπο που αστειευόταν μαζί τους, που υπέμεινε κακουχίες μαζί τους, που κέρδισε την εμπιστοσύνη τους… Επομένως η προσέγγιση αν και αληθινή, φαίνεται εντελώς αφύσικη και εκτός πλαισίου. Πώς να τολμήσει κανείς να καταστρέψει μια από τις πιο επικές στιγμές της ζωής του έτσι; Εδώ σε αυτό το σημείο θα παρακαλούσα να μην σχολιάζετε με τη συνηθισμένη κοινοτοπία «δεν είναι ντοκιμαντέρ, δεν μπορείτε να περιμένετε να είναι ιστορικά ακριβές και λοιπά». Είναι προφανές, κανείς δεν περίμενε την ακρίβεια ενός πανεπιστημιακού εγχειριδίου. Όμως οι ιστορικές εφευρέσεις είναι ευπρόσδεκτες μόνο αν έχουν κάποια χρησιμότητα ή αν ενθουσιάσουν τον θεατή, όπως στην αξέχαστη ταινία «Μονομάχος». Σε αυτή την περίπτωση όμως, ο θεατής έχει βαρεθεί μια ιστορία αγάπης αντάξια μιας φτωχής σαπουνόπερας, όπου οι διάλογοι μεταξύ του Ναπολέοντα και της Ζοζεφίνας είναι τόσο ανόητοι, που φαίνονται γραμμένοι από παιδί δημοτικού. Η πραγματική ιστορία του Ναπολέοντα είναι χίλιες φορές πιο συναρπαστική, εντυπωσιακή και κυρίως μοναδική οπότε γιατί να μην την εκμεταλλευτεί κάποιος σωστά;

Είναι δίκαιο όμως να αναφέρω τα ελάχιστα θετικά στοιχεία της ταινίας, όπως τα κοστούμια, τα σκηνικά και μερικούς από τους ηθοποιούς. Εκτίμησα επίσης κάποιες μεμονωμένες σκηνές, όπως αυτή στην οποία ο Ναπολέων λέει ξεδιάντροπα ψέματα για την έκβαση της μάχης του Borodino, όπως συνήθιζε να κάνει στις επιστολές του. Προτιμώ να μην μείνω στις μάχες καθόλου, διότι ήταν απογοητευτικές, χωρίς πάθος και ιστορικά ανακριβείς. Αυτή η κριτική μου, σαν μεγάλος οπαδός και μελετητής του Αυτοκράτορα, μπορεί να σας φαίνεται πολύ σκληρή, αλλά ειλικρινά είμαι απογοητευμένος για τη χαμένη ευκαιρία. Ναι, αυτή η ταινία είχε τον προϋπολογισμό και τους ηθοποιούς, την τεχνολογία για να γίνει αριστούργημα και να μείνει στην ιστορία, αλλά σε αντίθεση με τον Ναπολέοντα ήταν τόσο μέτρια που σύντομα θα ξεχαστεί. Είχε τόσα πολλά να πει μέσα από την ίδια την προσωπικότητα του αλλά και του περιβάλλοντός του, με τις ίντριγκες, διαμάχες, συζητήσεις φιλοσοφικές αλλά και τις διάσημες ατάκες του Αυτοκράτορα… γι α να μην αναφέρω την μεγαλειώδη πορεία των 100 ημερών προς το Παρίσι από τη νήσο Έλβα, που τόσα έχει να διδάξει.

Προτιμώ λοιπόν να μείνω με την ανάμνηση της ταινίας “Napoleon” του Abel Gance που παίχτηκε το 1927, με το υπέροχο ηθοποιό Albert Dieudonné, στον ρόλο του αυτοκράτορα. Ασπρόμαυρη εποχής αλλά με μια περίεργη ζωντάνια και αληθοφάνεια. Σίγουρα αφήνει ικανοποιημένο τον θεατή. Επίσης πολύ καλή και με αξιοπρέπεια, η σειρά τεσσάρων επεισοδίων “Napoleon”, του 2002. Αρκετές λεπτομέρειες, όμορφα κοστούμια και δυναμικέ μάχες με πολύ καλή ιστορική ακρίβεια. Πρωταγωνιστές μεγάλα ονόματα του Γαλλικού κινηματογράφου, κάτι που δίνει μεγαλύτερο βάρος. Christian Clavier, Isabella Rossellini, Gerard Depardieu, John Malkovich, αποτελούν μια εγγύηση ερμηνείας αλλά κυρίως με την συνδρομή της γαλλικής γλώσσας και τα όμορφα γυρίσματα. Στον σάπιο και διαλυμένο πλέον κόσμο που ζούμε, τελικά ότι έχει σχέση με την παράδοση βρίσκεται στο παρελθόν. Η καταστρεπτική άφιξη της νεωτερικότητας, εδώ και πολλές δεκαετίες έχει αλλάξει τα πάντα προς το χειρότερο. Και φυσικά η 7η τέχνη δεν θα αποτελούσε εξαίρεση.

Μένουμε λοιπόν στα παλιά, τα μη πολιτικά ορθά και θα τα χρησιμοποιούμε ως ένα όπλο ενάντια στο καινούργιο…γελώντας και βλέποντας στα μάτια την παρακμή! Και όπως είπε ο Junger «όταν το βαθύ μίσος για την ομορφιά (και το μεγαλείο) δεν ανήκει πλέον σε μια μόνο χυδαία ψυχή, αλλά σε μια ολόκληρη κοινωνία που έχει κάνει τη χυδαιότητα μορφή της, είναι φυσικό οι φιγούρες να γίνονται ανυπόφορες, αφόρητες, απαράδεκτες».

πηγή: Σαμουράι της Δύσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *