«Αναζητώ συνεχώς τη μοναξιά για να παραδοθώ στον φόβο. Ο φόβος ήταν πάντα μαζί μου. Ως παιδί έριξα τον εαυτό μου, χωρίς τις αισθήσεις μου, στη βαθιά συνήθεια της μοναξιάς. Αλλά τότε δεν φοβήθηκα, τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται. Σταμάτησα για πολλές στιγμές και άκουγα τη σιωπή. Η προσοχή μου ήταν ζωηρή, ζωηρή, μου έδινε την αίσθηση ενός εξαίσιου εγκλήματος, μιας ευρηματικής κλοπής, μιας ωραίας βολής: έκλεβα την εσωτερική δόξα του κόσμου. Είναι διαφορετικά όμως τώρα. Η μοναξιά γίνεται φόβος και ο φόβος αγωνία. Για ένα ασήμαντο, μια ξαφνική αγωνία με πιάνει, σαν να έκλεινα το δάχτυλο μου αργά με την πόρτα. Αυτή την αγωνία αναζητώ. Όσο περισσότερο διανύω τις μέρες, τόσο περισσότερο ξέρω ότι οι άμεσες αιτίες που επιλέγω για την αγωνία είναι παράλογες, γελοίες: να συλλαμβάνω τον λόγο ενός εχθρού στη σάρκα, να μην νιώθω πια την ευχαρίστηση της σκέψης, να φοβάμαι μήπως γερνάω. Προφάσεις.»

15 Μαρτίου και συμπληρώνονται 78 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα Drieu La Rochelle. Αυτοκτόνησε αηδιασμένος από την παρακμή την οποία είχε προβλέψει.

«Όταν υπήρξαν άνδρες όπως ο d’Annunzio, ο Knut Hamsun, ο Ezra Pound και τόσοι άλλοι, στο πολιτιστικό περιθώριο ενός πολιτικού κινήματος, το ερμηνευτικό πρόβλημα που προκύπτει δεν μπορεί να ενδιαφέρει μόνο τους συμπαθούντες, αλλά είναι ένα υποχρεωτικό βήμα για όποιον θέλει να δει ξεκάθαρα τα πράγματα της εποχής του». Αυτά περιγράφει ο δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος Giano Accame σε ένα υποδειγματικό δοκίμιο αφιερωμένο στον «φασιστικό ρομαντισμό», που διόρθωσε το πρόβλημα της σχέσης πολιτισμού και φασισμού, στο πλαίσιο όχι τόσο του ιταλικού καθεστώτος, αλλά της ευρύτερης ευρωπαϊκής διανόησης, που έζησε μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων.

Ο Drieu La Rochelle, του οποίου με αυτό το ταπεινό άρθρο θυμόμαστε τον θάνατο, ήταν ένας εξέχων και «συνθετικός» χαρακτήρας, ακριβώς λόγω της ικανότητάς του να περιλαμβάνει τις πολλές και διαφορετικές ψυχές του. Ανήσυχος συγγραφέας, αριστοκράτης και λαϊκιστής ταυτόχρονα, παθιασμένος συμμετέχων στη περιβόητη «συνάντηση με την εποχή του» και ταυτόχρονα ανελέητος, πικρός, μια μάστιγα των εθίμων, ο Drieu La Rochelle ενσαρκώνει μέχρι αυτοκτονίας, τη δέσμευση φτιαγμένη από τις αντιφάσεις του και την εποχή του, ωστόσο προβάλλοντας τη πέρα από τους μικρούς και στενούς ιδεολογικούς κύκλους και σχηματισμούς, όπως επιβεβαιώνεται από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά του έργα διαμορφωμένα γύρω από το θέμα της παρακμής.

Συγγραφέας Φασίστας; Έναν εντελώς προσωπικό, εσωτερικό, διανοητικό, «ρομαντικό» φασισμό και σε αυτό φαινομενικά συνδέεται με γεγονότα και ανθρώπους. Έναν φασισμό που είναι επίσης μια προσπάθεια ανασύνθεσης της κοινότητας, μια «απελπισμένη αναζήτηση για ένα περιβάλλον, για μια ομάδα που θα βρει ένα λιμάνι, μια λωρίδα γης» – όπως σημείωσε ο μελετητής του ο Pol Vandromme. Θα ήταν άραγε η συμμετοχή του στο κόμμα PPF του Jacques Doriot, ίσως η ανήσυχη δημοσιογραφική του περίοδος και μετά ο «συνεργατισμός» που βιώθηκε ως ακραία ιδεολογική πρόκληση και ως προσδοκία μιας Ευρώπης που θα μπορούσε αλλά τελικά δεν ήταν…πιο από όλα αυτά τον έκανε να έχει αυτές τις ιδέες. Παρόλα αυτά σε εκείνο το «λιμάνι» δεν βρήκε ποτέ οριστικά την ησυχία το μυαλό του. Πριν αυτοκτονήσει στις 15 Μαρτίου 1945, λίγες ώρες αφότου είχε εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης από τους Γκωλιστές ο Drieu La Rochelle είχε γράψει:
«Ναι, είμαι προδότης. Ναι, συνεργάστηκα με τον εχθρό. Πρόσφερα τη νοημοσύνη μου στον εχθρό. Δεν φταίω εγώ που ο εχθρός δεν ήταν έξυπνος. Ναι, είμαι ένας απλός πατριώτης, ένας εθνικιστής με παρωπίδες. Είμαι διεθνιστής. Δεν είμαι μόνο Γάλλος, αλλά Ευρωπαίος. Είσαι κι εσύ, συνειδητά ή ασυνείδητα. Αλλά παίξαμε και εγώ έχασα. Απαιτώ τον θάνατο».

Αντιμέτωπος με τους χαμηλούς ορίζοντες της νεωτερικότητας, είτε συμφωνεί και υπακούει κάποιος, τους αποδέχεται, είτε συνειδητοποιεί και ξεκινά και πάλι για να αναζητήσει νέους, υλικούς ή πνευματικούς, προσωπικούς ή συλλογικούς – αυτό το Drieu La Rochelle θα μας έλεγε και σήμερα. Γι’ αυτό και το όνομά του είναι μέρος του πολιτιστικού μας Πάνθεου και στη μνήμη της μεταπολεμικής γενιάς εκείνης που γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1950, που δεν έβλεπε μέσα του μόνο τον άνθρωπο των γραμμάτων, όχι μόνο τον απογοητευμένο πρωταγωνιστή της εποχής, αλλά έναν διανοούμενο ικανό να δώσει υπόσταση στην περιφρόνησή του και ταυτόχρονα στις νέες ελπίδες και νέες συνθέσεις, τις οποίες πολλές από τις σελίδες του μπόρεσαν να κάνουν ακόμα να αναβοσβήνουν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και του 1970, την εικόνα μιας Ευρώπης που ανακαλύφθηκε ξανά, που θα ήταν «συμπαγής σαν ένα μπλοκ χάλυβα, σαν μαγνήτης»:
«Περιφρονούσα βαθιά το στενό πνεύμα της δεξιάς, την αντίθεση ανάμεσα στην πατριωτική τους ζεστασιά και την κοινωνική τους ψυχρότητα, αλλά εκτίμησα την αόριστη έμπνευση που είχαν για την συμπεριφορά. Περιφρονούσα την προχειρότητα των αριστερών, τη δυσπιστία τους για κάθε μορφή σωματικής υπερηφάνειας, κι όμως γευόμουν τη δική τους πίκρα».

πηγή: Σαμουράι της Δύσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *