του Γιώργου Μάστορα

Το περιστατικό που έγινε γνωστό ως «η σφαγή της Τζιλάβα» συνέβη την νύχτα της 26ης Νοεμβρίου 1940 στις φυλακές της Τζιλάβα, κοντά στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας. Εξήντα τέσσερις έγκλειστοι, πολιτικοί και κρατικά στελέχη του καθεστώτος του Καρόλου Β’, εκτελέστηκαν από την Σιδηρά Φρουρά (Λεγεώνα), ενώ ακολούθησαν και περαιτέρω εκκαθαρίσεις υψηλών προσώπων αμέσως μετά. Οι

Οι εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν περίπου στα μισά της δημιουργίας του Εθνικού Λεγεωναρικού κράτους (14 Σεπτεμβρίου 1940 – 21 Ιανουαρίου 1941), και οδήγησαν στην πρώτη ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ της Σιδηράς Φρουράς και του πρωθυπουργού Ίων Αντωνέσκου, που σταδιακά οδήγησε στην ολοκληρωτική ρήξη της Λεγεώνας με τον Αντωνέσκου το τριήμερο 21 – 23 Ιανουαρίου 1941.

Οι Φυλακές τις Τζιλάβα όπως είναι σήμερα

Ιστορικό υπόβαθρο
Υπό την βασιλεία του Καρόλου Β’ (ο οποίος, σύμφωνα με τον ιστορικό Στάνλεϋ Πέιν ήταν ο πιο διεφθαρμένος βασιλιάς της Ευρώπης), τα κατασταλτικά μέτρα εναντίον της Σιδηράς Φρουράς εντάθηκαν κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930. ]Άνοιξε ένας κύκλος βίας από το «ρουμανικό» κράτος, το οποίο ήταν αποφασισμένο να εξοντώσει πλήρως την Σιδηρά Φρουρά και βεβαίως τον χαρισματικό Ηγέτη της Κορνήλιο Ζέλεα Κοντρεάνου. Στις 16 Απριλίου 1938 ο Κοντρεάνου συνελήφθη με την κατηγορία της «σύνταξης απειλητικής επιστολής» κατά του δεξιού πολιτικού Νικόλα Ιόργκα, την οποία είχε αποστείλει στις 26 Μαρτίου, και κλείστηκε στις φυλακές της Τζιλάβα μαζί με 40 ακόμη μέλη του Κινήματος, ανάμεσά τους και ο πατέρας του, Ίων Κοντρεάνου. Ο «Καπιτάνουλ» καταδικάστηκε αρχικά, σε έξι μήνες φυλάκιση και, εν συνεχεία, σε μια δεύτερη δίκη – παρωδία, σε δέκα χρόνια καταναγκαστική εργασία!

Η εκταφή των πτωμάτων του Codreanu και των μελών των λεγεωνάριων τρομοκρατικών ομάδων που ονομάζονταν «Decemvirs» και «Nicadors». Σκοτώθηκαν με εντολή του Βασιλιά Κάρολ Β ‘τον Νοέμβριο του 1938 και θάφτηκαν στην αυλή της φυλακής Jilava κάτω από ένα παχύ στρώμα τσιμέντου. Την τελετή, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 1940 υπό το «Εθνικό-Λεγεωνικό καθεστώς», παρακολούθησαν υψηλοί εκπρόσωποι του κράτους και Ορθόδοξοι κληρικοί και είναι ενδεικτική της λατρείας του νεκρού ηγέτη.


Οι άθλιες και γελοίες κατηγορίες που του αποδόθηκαν στην δεύτερη δίκη ήταν, εκτός των άλλων, «η δράση για ανατροπή του καθεστώτος», «πολιτική στρατολόγηση ανηλίκων» και «οι στενοί δεσμοί με ξένους, αντεθνικούς παράγοντες». Ακόμη και μέσα από την φυλακή, όμως, ο Κοντρεάνου παρέμενε πολύ επικίνδυνος για το αντεθνικό και διεφθαρμένο καθεστώς του Καρόλου Β’. Την νύχτα της 29ης προς την 30η Νοεμβρίου 1938 (την «νύχτα των βρυκολάκων», σύμφωνα με τον ρουμανικό θρύλο) ο Κοντρεάνου κι άλλοι δεκατρείς Σύντροφοί του οδηγήθηκαν από στελέχη της στρατιωτικής αστυνομίας σ’ ένα δάσος έξω από το Βουκουρέστι, όπου και δολοφονήθηκαν με τελετουργικό τρόπο.
Αρχικά, στραγγαλίστηκαν και στην συνέχεια, αφού πυροβολήθηκαν(!) τα ήδη νεκρά σώματά τους, μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Τζιλάβα. Την επόμενη ημέρα, εντελώς κυνικά, η ανακοίνωση της αστυνομίας ανέφερε πως η δολοφονία τους πραγματοποιήθηκε κατά την προσπάθεια απόδρασής τους…
Μετά την παραίτηση του Καρόλου από τον θρόνο, τον Σεπτέμβριο του 1940, ύστερα από την λαϊκή εξέγερση εναντίον του και την άνοδο της Σιδηράς Φρουράς στην εξουσία μαζί με τον στρατάρχη Ίων Αντωνέσκου, τα μέλη της διψούσαν για εκδίκηση, αναζητώντας την φυσική εξάλειψη όσων είχαν συμμετάσχει στις διάφορες «νόμιμες» και μη ενέργειες του βασιλικού καθεστώτος. Από την άλλη μεριά, ο πιο συγκρατημένος Αντωνέσκου υποστήριζε ότι επιζητούσε την τιμωρία τους με νόμιμα μέσα. Μέσα στον πρώτο μήνα της διακυβέρνησής του ενέκρινε τον επίσημο έλεγχο σε όλους εκείνους που δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον γρήγορο πλουτισμό τους κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Καρόλου και ίδρυσε ειδικό δικαστήριο για την διερεύνηση των εγκλημάτων, που διαπράχθηκαν από τα κύρια πρόσωπα του προηγούμενου καθεστώτος ή στο όνομά τους, εναντίον της Σιδηράς Φρουράς.
Το δικαστήριο διέταξε την σύλληψη εκείνων που έκρινε ότι έπρεπε να συλληφθούν, τους οδήγησαν στις φυλακές της Τζιλάβα (στις ίδιες φυλακές δηλαδή, που είχαν εγκλειστεί ο Κοντρεάνου και οι δεκατρείς Σύντροφοί του) και ανέθεσαν την κράτησή τους σε ειδικές ομάδες της Λεγεώνας, τις οποίες περιγράφει ο Αλεξάντρ Κρετιάνου ως «τίποτα λιγότερο από μια αυτοσχέδια εκδοχή των στρατιωτικών ομάδων των SS».

Σύμφωνα με την έρευνα που διεξήχθη, το δικαστήριο, επιθυμώντας να καταγραφούν οι καταθέσεις των ίδιων των κρατουμένων, προκειμένου να προετοιμαστούν οι δίκες τους, διέταξε να μεταφερθούν αρκετοί από αυτούς σε μια άλλη φυλακή, όπου και θα έδιναν τις καταθέσεις τους. Ωστόσο, ο Stefan Zavoianu, ο Διοικητής της αστυνομίας του Βουκουρεστίου και υπεύθυνος για τις ομάδες της Λεγεώνας, που φρουρούσαν τους φυλακισμένους, πίστευε ότι ο Αντωνέσκου είχε αλλάξει γνώμη για την εκτέλεση των υπευθύνων για τον θάνατο του Κοντρεάνου και αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την διαταγή. Και βεβαίως, δεν ήταν ο μόνος που είχε αυτή την άποψη. Αρκετοί μέσα από την Λεγεώνα πίστευαν ότι οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας του «Καπιτάνουλ» και των Συντρόφων του θα γλίτωναν τελικά την θανατική ποινή.
Αυτό έθεσε σε συναγερμό τις στρατιωτικές αρχές, οι οποίες αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τις ομάδες των Λεγεωνάριων με τους τακτικούς στρατιωτικούς φρουρούς και να μεταφέρουν οι ίδιοι τους κρατουμένους. Ο Zavoianu ενημερώθηκε για την απόφαση αυτή στις 26 Νοεμβρίου, κι εκείνη την νύχτα οι ομάδες πυροβόλησαν όλους ανεξαιρέτως τους κρατουμένους τους: πολιτικούς, ανώτερους στρατιωτικούς και αστυνομικούς που ήταν κατηγορούμενοι για συνενοχή στην σύλληψη και δολοφονία του Κοντρεάνου.

Το 1938, ο Corneliu Zelea Codreanu και οι δώδεκα συνομήλικοί του από τη Σιδηρα Φρουρά κρίνονται ενώπιον των δικαστηρίων στο Βουκουρέστι, κατά παραγγελία του Βασιλιά Κάρολου Ι, για τη συνωμοσία για την ανατροπή του καθεστώτος.

Οι απώλειες της νύχτας
Διοικητής της ομάδας εκτέλεσης ήταν ο Dimitru Grozea, επικεφαλής του Σώματος Εργασίας των Λεγεωνάριων. Τα μέλη της ομάδας ήταν ηλικίας μεταξύ 18 και 25 ετών. Ο Gheorghe Cretu, ο οποίος εκτέλεσε 14 κρατούμενους, κατέθεσε στην δίκη του ότι ο Grozea τους έδωσε την εντολή να πυροβολήσουν γύρω στις 11:45 μ.μ.
Στην συνέχεια, κάθε εκτελεστής στάλθηκε σε ένα συγκεκριμένο κελί, διέταξε τους κρατούμενους να σταθούν όρθιοι και τους πυροβόλησε. Κατόπιν, οι εκτελεστές μαζί με τους φρουρούς πήγαν και απέδωσαν φόρο τιμής στα λείψανα του Κοντρεάνου.
Μεταξύ εκείνων που εκτελέστηκαν ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Gheorghe Argesanu (ο οποίος είχε ηγηθεί των πολύ σκληρών αντιποίνων σε βάρος της Σιδηράς Φρουράς, μετά την εκτέλεση από Λεγεωνάριους του υπουργού Εσωτερικών του βασιλικού καθεστώτος, Armand Calinescu), ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Victor Iamandi, ο πρώην διοικητής της αστυνομίας και υπουργός Εσωτερικών του Βουκουρεστίου Gabriel Marinescu.

Μαζί και αρκετοί υψηλόβαθμοί αξιωματούχοι της χωροφυλακής συμπεριλαμβανομένου του γενικού επιθεωρητή Ioan Bengliu, ο συνταγματάρχης Zeciu (ο οποίος είχε οργανώσει την δολοφονία του Κοντρεάνου και δεκατριών άλλων Λεγεωνάριων), οι Ταγματάρχες Aristide Macoveanu και Iosif Dinulescu, (που είχαν προετοιμάσει και πραγματοποίησαν την δολοφονία), ο Επιλοχίας (*) Sarbu (ο οποίος είχε σφίξει το σύρμα γύρω από τον λαιμό του Κοντρεάνου, στραγγαλίζοντάς τον), ο Mihail Varfureanu (πρώην λεγεωνάριος που έγινε καταδότης και ήταν υπεύθυνος για την δολοφονία της Νικολέτα Νικολέσκου, η οποία ήταν μέλος της Φρουράς), ο πρώην Αρχηγός της Μυστικής Αστυνομίας Μιχαήλ Μουρούζωφ και ο βοηθός του.

Από την κατάθεση του Επιλοχία Sarbu έγιναν γνωστές πολλές συγκινητικές όσο και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από τις τελευταίες στιγμές της ζωής του Κοντρεάνου και των δεκατριών Συντρόφων του. Ο ίδιος ο δολοφόνος ομολόγησε σ’ αυτή του την κατάθεση πόση εντύπωση του έκανε η ψυχραιμία του «Καπιτάνουλ», ο οποίος, όταν αντιλήφθηκε τι επρόκειτο να του συμβεί, το μόνο που ζήτησε από τον δήμιό του ήταν να μιλήσει για τελευταία φορά στους Συναγωνιστές του για να τους εμψυχώσει.

Αποτελέσματα και συνέπειες
Ως αποτέλεσμα της «σφαγής της Τζιλάβα», η αντιπαλότητα για την εξουσία που σιγόβραζε μεταξύ του τότε αρχηγού της Σιδηράς Φρουράς Χόρια Σίμα και του Αντωνέσκου έλαβε κρίσιμες διαστάσεις. Μόλις ενημερώθηκε για τα γεγονότα ο Αντωνέσκου συγκάλεσε αμέσως μια έκτακτη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ζητώντας από την κυβέρνηση και την Λεγεώνα να εκδώσουν κοινή δημόσια δήλωση, που θα διαχωρίζει την θέση τους και θα καταδικάζει τα πρόσφατα γεγονότα. Όταν ρωτήθηκαν γιατί δεν προσπάθησαν να αποτρέψουν την αιματοχυσία, οι Λεγεωνάριοι υπουργοί αρνήθηκαν πως είχαν οποιαδήποτε προγενέστερη ενημέρωση και προσπάθησαν να φανούν τόσο έκπληκτοι όσο και οι υπόλοιποι παριστάμενοι.
Εντούτοις, προσπάθησαν όλοι να δικαιολογήσουν τις εκτελέσεις, υποστηρίζοντας ότι ήταν γενική πεποίθηση των Λεγεωνάριων ότι το δικαστήριο δεν είχε καμία πρόθεση να τιμωρήσει κανέναν από τους κατηγορούμενους, οι οποίοι τελικά θα έμεναν ελεύθεροι. Ο ίδιος ο Σίμα στα απομνημονεύματά του γράφει, αναφερόμενος στο συγκεκριμένο γεγονός, ότι «στην πραγματικότητα η κοινή γνώμη, όχι αυτή του περιβάλλοντος της Προεδρίας της Κυβερνήσεως, ήταν ικανοποιημένη με αυτήν την λύση, μολονότι διεπράχθη στα όρια της νομιμότητας, διότι οι πλέον απεχθείς δολοφόνοι, τους οποίους γνώρισε μέχρι τότε η ιστορία της Ρουμανίας, έλαβαν μια δίκαιη τιμωρία». Ο Αντωνέσκου, αμετάπειστος, δήλωσε ότι «η χούφτα των διεφθαρμένων που έχουν διαπράξει αυτό το έγκλημα θα τιμωρηθεί με υποδειγματικό τρόπο. Δεν θα επιτρέψω να διακυβευθεί η χώρα και το μέλλον του έθνους με την δράση μιας ομάδας τρομοκρατών… Ανέθεσα την τιμωρία των κρατούμενων της Τζιλάβα στο δικαστικό σύστημα της χώρας, αλλά ο όχλος αποφάσισε διαφορετικά, παίρνοντας την δικαιοσύνη στα χέρια του».
Όταν ο Σίμα απάντησε ότι δεν θα επαναληφθεί μια τέτοια πράξη, ο Αντωνέσκου επέστησε την προσοχή του στο γεγονός ότι η ασφάλεια του Nicolae Iorga απειλήθηκε από τους Λεγεωνάριους και ότι πρέπει να λάβει μέτρα, για να εξασφαλίσει ότι δεν θα προκληθεί κανένα κακό.
Ο Σίμα συμφώνησε, αλλά πριν το τέλος της ημέρας πληροφορήθηκε ότι ο Iorga, ο γνωστός ιστορικός και πρώην πρωθυπουργός, είχε εκτελεστεί κι αυτός από τους Λεγεωνάριους, οι οποίοι δεν ξέχασαν ότι αυτός ήταν ο ηθικός αυτουργός της φυλακίσεως του Κοντρεάνου. Αρκετά μέλη της Σιδηράς Φρουράς επιτέθηκαν στον Iorga και στον Virgil Madgearu, γενικό γραμματέα του Εθνικού Κόμματος Χωρικών, αιχμαλωτίζοντάς τους και πυροβολώντας τους μέσα στα σπίτια τους, ενώ πέταξαν τα σώματά τους σε ένα χαντάκι στην άκρη του δρόμου.
Επίσης, στις 27 Νοεμβρίου, ο Zavoianu και οι άνδρες του αιχμαλώτισαν περισσότερες ηγετικές προσωπικότητες του καθεστώτος Καρόλου, συμπεριλαμβανομένων των πρώην πρωθυπουργών Constantin Argetoianu και Gheorghe Tatarescu (που σώθηκαν χάρη στην ταχεία παρέμβαση του υπολοχαγού Alexandru Riosanu), του πρώην πρωθυπουργού Ion Gigurtu (που σώθηκε από τον ίδιο τον Σίμα) και τους πρώην υπουργούς Mihail Ghelmegeanu και Nicolae Mrinescu. Τους μετέφεραν στο Αρχηγείο της Αστυνομίας με την πρόθεση να τους εκτελέσουν, αλλά φυγαδεύτηκαν με ασφάλεια στο ισχυρά οχυρωμένο κτίριο του Υπουργείου Εσωτερικών.

Ο Κοντρεάνου, το σώμα του οποίου ανακαλύφθηκε στις 25 Νοεμβρίου, θάφτηκε επισήμως στις 30 Νοεμβρίου μαζί με τους Decemviri και Nicadori. Η ηγετική ομάδα της Σιδηράς Φρουράς ισχυρίσθηκε ότι οι εκτελεστές ενήργησαν μεμονωμένα από την μανία και την επιθυμία τους για εκδίκηση (τα λείψανα του Ήρωα Κοντρεάνου ανακαλύφθηκαν σε μικρή απόσταση, ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη η επιχείρηση εκδίκησης), όμως, παρόλο που η ανακάλυψη ασφαλώς τους έδωσε ένα ακόμη κίνητρο για να δράσουν, η προμήθεια όπλων και το σχέδιο, που εκτυλίχθηκε στις φυλακές, φαίνεται να περιλάμβαναν λεπτομερή σχεδιασμό, που λογικά απαιτούσε χρόνο και προετοιμασία. Τον Ιούλιο του 1941, ο Zavoianu, οι Λεγεωνάριοι πρώην αστυνομικοί Gheorghe Cretu, Octavian Marcu, Constantin Savu και Ioan Tanasescu, και ο Λεγεωνάριος Dumitru Anghel, καταδικάστηκαν σε θάνατο και τουφεκίστηκαν για την διάπραξη της «σφαγής της Τζιλάβα». Τον ίδιο μήνα, ο Dumitru Grozea και δεκατρείς από τους συνεργούς του, κυρίως οι πρώην αστυνομικοί και οι εκτελεστές του Iorga, καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο.
«Η σφαγή της Τζιλάβα» αποτέλεσε την αρχή του τέλους στην βραχύβια συνεργασία του Ίων Αντωνέσκου και του Χόρια Σίμα, καθώς από την επόμενη κιόλας ημέρα ο πρώτος επιχείρησε να πάρει ολοκληρωτικά την εξουσία στα χέρια του, με αποτέλεσμα την ένοπλη εξέγερση της Σιδηράς Φρουράς το τριήμερο 21 – 23 Ιανουαρίου 1941 και την ήττα της από τον πολύ καλύτερα οργανωμένο στρατό, που είχε στην διάθεσή του ο Αντωνέσκου.
Σε αυτήν την στιγμή της ιστορίας, όμως, ευελπιστούμε να επανέλθουμε με άλλο κείμενο.

δημοσιεύθηκε στο 8ο τεύχος του περιοδικού ΑΝΑΚΤΗΣΗ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *